Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Το Έθιμο της κοπής της Βασιλόπιτας


Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας, ένα για τους φτωχούς και ένα για τους ξένους.
Η νοικοκυρά με τον παρά(νόμισμα) σταύρωνε τρεις φορές τη βασιλόπιτα κι ύστερα τον έχωνε στο ζυμάρι, θα να βάλει κλαδάκι για το σπίτι, κουκί στάρι για τα χωράφια, σταφίδα για το αμπέλι, κομματάκια τυρί για τα πρόβατα, άχερο για τα γελάδια...κλπ (ΑΝ.ΘΡΑΚΗ)
Κανένα από τα ετήσια έθιμα δεν τηρείται τόσο απαράβατα από τους Νεοέλληνες, όπου κι αν βρίσκονται στα πέρατα του κόσμου, και δεν έχει τόσο βαθιές ρίζες στο χρόνο, όσο η βασιλόπιτα της πρωτοχρονιάς. Γιατί ανέκαθεν, με το κρυμμένο “φλουρί”, συμβολίζει την εύνοια της τύχης και μετατρέπεται σε μέσο, που θα φανερώσει τον τυχερό του χρόνου.
Στο Σέλινιο Χανίων, για παράδειγμα, ζυμώνονταν με λάδι, αλεύρι , ζάχαρη και πολλά μυρωδικά, σύμβολα της αφθονίας των οικογενειακών αγαθών. Και μόλις την έστρωνε η νοικοκυρά στο ταψί, σχεδίαζε στην όψη της με πιρούνι τσιμπητό σταυρό και άλλα πλουμίδια , που σκοπό είχαν να εξορκίσουν το κακό μάτι.
Παρόμοια πίτα, με ζάχαρη και μυρωδικά, ετοίμαζαν και στις Κυδωνίες. Κι επί πλέον με κλειδί τη στόλιζαν με παράξενα σχήματα , για να κλειδώσουν την κακογλωσσιά, ενώ με δαχτυλήθρα, σύμβολο της νοικοκυροσύνης , γέμιζαν με σχέδια τα ενδιάμεσα κενά , για να είναι οι γυναίκες του σπιτιού γερές και προκομμένες.
Γλυκές βασιλόπιτες συνήθιζαν κυρίως στα αστικά κέντρα, αλλά και σε αρκετές αγροτικές περιοχές της πατρίδας μας. Τα υλικά ήταν περίπου τα ίδια. Ποίκιλε μόνο ,από τόπο σε τόπο και από οικογένεια σε οικογένεια, ο τρόπος διακόσμησής της, “τα γράμματα” όπως έλεγαν. Στολίδια δηλαδή από ζυμάρι, που το καθένα αντιστοιχούσε σε μια ευχή, έναν πόθο ή μια λαχτάρα.
Ετσι η γυναίκα του γεωργού “έγραφε” στην πίτα το αλέτρι, τα ζωντανά, τα στάχυα, τα σακιά με το γέννημα, για να τα ευλογεί ο Αι-Βασίλης και να δώσει η χάρη του πλούσια σοδειά. Η γυναίκα του τσέλιγκα το μαντρί, τα πρόβατα ,τα σκυλιά, τις καρδάρες με το γάλα. Η γυναίκα του αμπελουργού τα κούτσουρα, το βαρέλι, το πατητήρι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά της να ευλογεί ο καλοσυνάτος Αγιος.
Η παραδοσιακή Μικρασιάτικη βασιλόπιτα ήταν πολύ εντυπωσιακή σε εμφάνιση και γεύση. Εμοιαζε με ένα μεγάλο τραγανό πεντανόστιμο μπισκότο στολισμένο με δικέφαλο αετό στη μέση, ενδόμυχο ίσως πόθο και ευχή για εθνική νεκρανάσταση και ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινουπολίτικη πάλι βασιλόπιτα ήταν γλυκιά, φουσκωτή, αρωματισμένη με χίλια δυο μπαχαρικά και έφερε στο μέσον μεγάλο Β, το αρχικό του Αι-Βασίλη, ή το αρχικό του ονόματος του νοικοκύρη ,ενώ γύρω χαραγμένα ξόμπλια με το ψαλίδι, παρέπεμπαν σε πουλιά με ανοιγμένα φτερά .
η περισσότερο συνηθισμένη πατροπαράδοτη ελληνική πρωτοχρονιάτικη πίτα ήταν η αλμυρή, πολύφυλλη και με κύριο στοιχείο γέμισης το κρέας, όπου τις ενδόμυχες ευχές και τον βαθύτερο συμβολισμό δεν έκρυβε η διακόσμηση. Αλλωστε δεν έμεναν περιθώρια για στολίδια, αφού πάνω και κάτω είχε αλλεπάλληλα καλοβουτυρωμένα φύλλα, που κατά τόπους τα ονόμαζαν “πέταρα”. Το πολύ-πολύ το επιφανειακό φύλλο, αισθητά μεγαλύτερο, ρίχνονταν κυματιστό, ώστε η επιφάνεια της πίτας να είναι πλούσια, ανάγλυφη, κυματιστή εκφράζοντας έτσι την ευχή για αφθονία των οικιακών αγαθών, σαν το κύμα της απέραντης θάλασσας.
Στην αλμυρή πίτα οι ευχές, τα μαντέματα και οι συμβολισμοί εκφράζονταν κυρίως με τα “σημάδια”, που θα έκρυβε η νοικοκυρά στη βάση της, πέρα από το πατροπαράδοτο νόμισμα για τον τυχερό του χρόνου.
Ετσι, για παράδειγμα, η ηπειρώτικη παράδοση απαιτούσε βασιλόπιτα με κοτόπουλο, χοντροκομμένο αρνίσιο κιμά ή ολόκληρα κομμάτια χοιρινό κρέας ,ανάμικτα με τραχανά, πράσα και αυγά. Και εκτός από το νόμισμα, ανάλογα με το επάγγελμα των μελών της οικογένειας, σαν «σημάδια», μικρό ξυλάκι για υγεία των αγωγιατών, μικρό κουκουνάρι για τους ξυλοκόπους, φύλλο πουρνάρι για τον τσομπάνο, άχυρο για τον γεωργό, σταυρουδάκι για το καλό του σπιτιού ή διάφορους καρπούς , όπως σπυρί στάρι, κουκί, φασόλι, καλαμπόκι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά τους να ευλογεί και να χιλιάζει η χάρη του Αι- Βασίλη.
Στη Δυτική Μακεδονία και στη Θράκη, όταν έρχονταν ο καιρός , να μοιράσει ο πατέρας της μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας το βιός του στους γιους, άφηνε στη χάρη του Αι-Βασίλη να κρίνει το τι έπρεπε να πάρει ο καθείς. Ετσι στη μεγάλη βασιλόπιτα τα “σημάδια” δεν έμπαιναν για ευχή, αλλά για “ τάξιμο”. Και τα κομμάτια της τη χρονιά εκείνη τα ονόμαζαν “φιλιά”. Σ΄ όποιου γιου το “φιλί” έπεφτε το νόμισμα, θα έπαιρνε το σπίτι. Σ΄ όποιου το φασόλι, το ποτιστικό χωράφι. Το στάρι ,το ξηρικό χωράφι. Η κληματόβεργα, το αμπέλι. Το άχερο τα ζωντανά κ.λ.π.
Αλλά και η κοπή της βασιλόπιτας γίνονταν με αληθινή ιεροπρέπεια. Πρώτα ο νοικοκύρης την έστρεφε τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Επειτα έκανε με κλειδί , με μαχαίρι ή με πιρούνι τρεις φορές το σημείο του σταυρού, για να κόβεται η κακογλωσσιά , να κλειδώνονται τα κακά στόματα ή να αποτρέπεται το κακό μάτι. Και την ώρα ακριβώς, που άλλαζε ο χρόνος, άρχιζε να ονοματίζει τα κομμάτια, με καθιερωμένη πάντα σειρά.
Πρώτο ήταν του Αι-Βασίλη. Επειτα του Χριστού και της Παναγίας, του σπιτιού και στη σειρά όλων των μελών της οικογένειας, κατά ηλικία , αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους και καταλήγοντας στα παιδιά. Κομμάτι έκοβε και για τους φτωχούς, τα ζωντανά, τα χωράφια και τα αμπέλια, το μύλο και τη βάρκα, γιατί όλα έπρεπε να πάρουν την ευλογία του Αι-Βασίλη. Και σαν απόσωνε τον εορταστικό δείπνο η οικογένεια, ο νοικοκύρης κατέβαινε στο στάβλο, να ταΐσει την πίτα τους στα ζωντανά, ενώ την επαύριο θριμάτιζε και σκορπούσε το δικό τους κομμάτι στα κτήματα και στα αμπέλια.
Σε μερικούς τόπους, όπως στην Κάρπαθο και τη Σκύρο, έπλαθαν ξεχωριστή πίτα για τα μεγάλα ζώα, τους πολύτιμους συνεργάτες του νοικοκύρη στον καθημερινό μόχθο, την οποία ονόμαζαν “βουόπιτα” ή “βοδόκλουρα” και θριματισμένη, με λίγο αλάτι, τους την τάιζαν ανήμερα της πρωτοχρονιάς. Στα Χάσια, ξεχωριστή πίτα έπλαθαν και για τον τσομπάνο, τον βοσκό των προβάτων. Αφού η οικογένεια θα είχε κόψει τη δική της πίτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα οι άντρες του σπιτιού πήγαιναν στη στάνη να κόψουν και την πίτα του τσομπάνου και μαζί του τραγουδούσαν και γελούσαν και χόρευαν ως το πρωί σε πασίχαρο γλέντι, που το σεκοντάριζαν τα βελάσματα των προβάτων και των κατσικιών. Στην πίτα εκείνη το νόμισμα δεν είχε καμιά σημασία. Αντ΄ αυτού έβαζαν ένα κουλουριασμένο ξυλάκι, που το έλεγαν “μαντρί” και το θεωρούσαν σαν κάτι ιερό . Γι αυτό κι όποιος το εύρισκε, το παράχωνε στη στάνη, σε μέρος που δεν θα το πατούσαν άνθρωποι και ζώα.
Στην αρχοντική Σιάτιστα η παράδοση ήθελε δύο βασιλόπιτες. Μιά γλυκιά και μια αλμυρή με φύλλα. Την γλυκιά έκοβαν τα μεσάνυχτα, στην αλλαγή του χρόνου, για να τους φέρει γλυκές μέρες. Την αλμυρή, που περιείχε και το ασημένιο νόμισμα “το δώρο”, όπως το έλεγαν, την ονόμαζαν “του σπιτιού”, την έκοβαν στο εορταστικό μεσημεριανό τραπέζι της πρωτοχρονιάς, και ο τυχερός άναβε με το νόμισμα λαμπάδα για το καλό όλης της οικογένειας. Η πίτα εκείνη περιείχε επί πλέον και σταυρουδάκι από χλωρά κλαράκια για υγεία και ευτυχία.
Πού όμως πρέπει να αναζητήσουμε τη ρίζα του ωραίου εθίμου της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας ;
Ο ελληνικός λαός είναι φορέας και δημιουργός ενός θαυμαστού πολιτισμού, ο οποίος αρδεύεται τους χυμούς του από το αρχαίο ελληνικό παρελθόν, αλλά και από το χριστιανικό Βυζάντιο. Γι’ αυτό και όλα τα έθιμά μας έχουν την αρχαιοελληνική, αλλά και τη χριστιανική ερμηνεία τους ,αφού οι ρίζες τους βυθίζονται τόσο στην Αρχαία Ελλάδα ,όσο και εις το χριστιανικό Βυζάντιο.
Οι Λαογράφοι, ωστόσο ,αναζητούν και την αρχαιοελληνική ρίζα του εθίμου, αφού είναι γνωστό, πως από τα πανάρχαια χρόνια, σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, αφ΄ ότου οι άνθρωποι έμαθαν να κατασκευάζουν αλεύρι, αισθάνθηκαν την ανάγκη να αφιερώσουν στα πνεύματα της βλαστήσεως μικρά ψωμάκια ως εξιλαστήρια ή ευχαριστήρια προσφορά.
Ανιχνεύουν λοιπόν οι Λαογράφοι τη ρίζα του εθίμου της βασιλόπιτας στους « εορταστικούς άρτους» , που οι Αρχαίοι Ελληνες προσέφεραν στους θεούς σε κάθε μεγάλη καμπή του χρόνου ή και της ζωής τους. Για παράδειγμα, κάθε Αθηναίος στρατιώτης, πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο , αφιέρωνε στον Αρη, τον θεό του πολέμου, τρία ψωμάκια, ένα για να πάει καλά, ένα για να νικήσει και το τρίτο για να γυρίσει γερός και αρτιμελής. Παρόμοια ψωμάκια αφιέρωναν οι κυνηγοί στη θεά Αρτεμη, για πλούσιο κυνήγι, και οι θεριστάδες της γης στη θεά Δήμητρα, που ανάλογα με τη συγκεκριμένη γιορτή ονομάζονταν «θαλύσια αρτίδια», στη γιορτή της συγκομιδής, ή απλώς «άρτοι» και «πλακούντες», κατά τη γιορτή των Μεγαλαρτίων, των Θεσμοφορίων ή των Αρτοφορίων.
Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τις συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων και στα Σατουρνάλια ,γιορτές προς τιμήν του Κρόνου, ως θεού της γονιμότητας, ζύμωναν προς τιμήν του πλακούντα, που στη συνέχεια τον γεύονταν, για να πάρουν δύναμη. Και είναι πρώτοι αυτοί που καθιέρωσαν στους πλακούντες εκείνους το μεταλλικό νόμισμα για υγεία και καλοχρονιά. Πρόσθεταν μάλιστα και μικρό κομμάτι πάπυρο, που αν το λάχαινε οικογενής δούλος, του χάριζαν την ελευθερία.

Τους ωραιότερους όμως; πλακούντες, λένε οι Λαογράφοι, παρασκεύαζαν οι Βυζαντινοί , ζυμωμένους με μαγιά, αβγά, ελαφρό λίπος και ζάχαρη. Τους ονόμαζαν «πίτες» ,τοποθετούσαν φλουρί κωνσταντινάτο και τους στόλιζαν, τους «έγραφαν», με ζυμαρένιο σταυρό στο μέσον και δεξιά και αριστερά το μονόγραμμα της Παναγίας και του Χριστού . Αυτές τις πίτες τις συνέδεσαν έπειτα με τον προαναφερθέντα θρύλο του Αγίου Βασιλείου και τις καθιέρωσαν ως αναπόσπαστο άρτημα και έθιμο της πρωτοχρονιάς .
Ετσι η βασιλόπιτα ,ξεκινώντας σαν αρχαιοελληνική λατρευτική ιερή συνήθεια, πέρασε μέσω των Ρωμαίων στο Βυζάντιο, όπου ενδύθηκε τον χριστιανικό μανδύα, δέθηκε με την γιορτή ενός από τους πιό προσφιλείς Αγίους της ελληνικής ορθοδοξίας, τον Αγιο Βασίλειο, που τιμάται η μνήμη του την πρώτη Ιανουαρίου, και έφτασε στις μέρες μας ως το χαρακτηριστικότερο έθιμο της ελληνικής πρωτοχρονιάς.
Στις Καστανιές Ανατολικής Θράκης, (όπως και στα περισσότερα μέρη της θράκης) τη Βασιλόπιτα την έκαναν φυλλωτή. Έβαζαν γόμο (γέμιση) πλιγούρι και ανάμεσα στα φύλλα τον «παρά»(το νόμισμα), και άλλα σημάδια. Η νοικοκυρά με τον παρά τη σταύρωνε τρεις φορές κι ύστερα τον έχωνε στο ζυμάρι, θα να βάλει πελεκούδι από την πόρτα ή κλαρί, για το σπίτι, κουκί στάρι για τα χωράφια, σταφίδα για το αμπέλι, κομματάκια τυρί για τα πρόβατα, άχερο για τα γελάδια...
Σημάδι επίσης που τοποθετούσαν στη ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ στη Θράκη ήταν ένας σταυρός φτιαγμένος από δυο ξυλάκια ή οδοντογλυφίδες. Στα Γρεβενά ένα κομμάτι καλάμι το οποίο σήμαινε για αυτόν που το τύχαινε ότι θα γίνει ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ (γραφιάς, θα μάθει γράμματα δηλαδή).
Επίσης οικογένειες που είχαν Βουβάλια (ήταν μαύρα ζώα όπως οι αγελάδες) τοποθετούσαν στη Βασιλόπιτα και ένα μικρό κάρβουνο. Επίσης στην Κοζάνη τοποθετούσαν μικρά ξύλινα αντίγραφα αγροτικών εργαλείων (Αροτρο κλπ) ενώ στον Εβρο τοποθετούσαν και μικρό κεραμίδι που σήμαινε το ΣΠΙΤΙ.
Εννοείται ότι αυτά τα σημάδια δεν τα τοποθετούσαν μέσα αλλά κάτω από τη Βασιλόπιτα, δηλαδή όταν η Βασιλόπιτα ήταν πλέον έτοιμη για ψήσιμο, τότε τοποθετούσαν από κάτω και γύρω-γύρω όλα τα ανωτέρω σημάδια.