Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Προς Γαλάτας επιστολή Παύλου

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ 1

Γαλ. 1,1 Παῦλος, ἀπόστολος οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι᾿ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν,
Γαλ. 1,1 Εγώ ο Παύλος, Απόστολος, που δεν έλαβα το αποστολικόν αξίωμα από ανθρώπους, ούτε δια της μεσιτείας ανθρώπου, αλλά κατ' ευθείαν δια του Ιησού Χριστού και του Θεού Πατρός, ο οποίος τον ανέστησεν εκ νεκρών

Γαλ. 1,2 καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοί, ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας·
Γαλ. 1,2 και όλοι οι αδελφοί, που είναι μαζή μου, απευθύνομεν την επιστολήν αυτήν εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας

Γαλ. 1,3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
Γαλ. 1,3 και ευχόμεθα να είναι πάντοτε μαζή σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα και από τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν,

Γαλ. 1,4 τοῦ δόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, ὅπως ἐξέληται ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος αἰῶνος πονηροῦ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς ἡμῶν,
Γαλ. 1,4 ο οποίος παρέδωσε τον ευατόν του εις σταυρικόν θάνατον, δια να εξαλείψη τας αμαρτίας μας, δια να μας αποσπάση και μας ελευθερώση από τον παρόντα αιώνα της πονηρίας και της κακίας, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και Πατρός μας.

Γαλ. 1,5 ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Γαλ. 1,5 Εις αυτόν οφείλεται και πρέπει να αναπέμπεται η δόξα στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Γαλ. 1,6 Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον,
Γαλ. 1,6 Κατέχομαι από βαθείαν έκπληξιν και απορίαν εκ του γεγονότος, ότι τόσον εύκολα και γρήγορα φεύγετε από τον Θεόν, ο οποίος σας αποκάλεσε δια της χάριτος του Ιησού Χριστού και μεταπηδάτε εις άλλην διδασκαλίαν, την οποίαν οι ψευδοδιδάσκαλοι παρουσιάζουν ως ευαγγέλιον τάχα του Χριστού.

Γαλ. 1,7 ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μὴ τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.
Γαλ. 1,7 Αυτό δε το ψευδοευαγγέλιον δεν είναι τίποτε άλλο, ει μη ότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι σας αναταράσσουν και θέλουν να μεταβάλουν και νοθεύσουν το Ευαγγέλιον του Χριστού.

Γαλ. 1,8 ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.
Γαλ. 1,8 Αλλά προσέξατε τούτο· Εάν και ημείς ακόμη οι Απόστολοι η και άγγελος από τον ουρανόν σας κηρύττη Ευαγγέλιον διαφορετικόν από εκείνο, το οποίον ημείς απ' αρχής σας έχομεν κηρύξει, ας είναι αυτός αναθεματισμένος και χωρισμένος από τον Θεόν.

Γαλ. 1,9 ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω.
Γαλ. 1,9 Οπως και προφορικώς, προηγουμένως σας είχαμε πει και τώρα πάλιν σας λέγω· Εάν κανείς σας διδάσκη άλλο Ευαγγέλιον, διαφορετικόν από εκείνο, που έχετε παραλάβει, ας είναι αναθεματισμένος.

Γαλ. 1,10 ἄρτι γὰρ ἀνθρώπους πείθω ἢ τὸν Θεόν; ἢ ζητῶ ἀνθρώποις ἀρέσκειν; εἰ γὰρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην.
Γαλ. 1,10 Εν πάση περιπτώσει σας ερωτώ· με το Ευαγγέλιον που εκήρυξα εις σας και κηρύττω, τι επιδιώκω; Μηπως θέλω να πείθω ανθρώπους, δια να τους κάνω ιδικήν μου παράταξιν η επιζητώ να αρέσω στον Θεόν; Μωπως τυχόν ζητώ να αρέσω στους ανθρώπους; Οχι βέβαια διότι εάν και τώρα επιζητούσα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού.

Γαλ. 1,11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον·
Γαλ. 1,11 Σας καθιστώ δε γνωστόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ εκήρυξα εις σας δεν είναι έργον ανθρώπου και δεν εκφράζει σκέψεις ανθρώπων.

Γαλ. 1,12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γαλ. 1,12 Διότι εγώ-όπως άλλωστε και οι άλλοι Απόστολοι-δεν έχω παραλάβει αυτό από άνθρωπον ούτε το εδιδάχθην από άνθρωπον, αλλά το παρέλαβα κατ' ευθείαν δι' αποκαλύψεων, τας οποίας ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μου εφανέρωσε.

Γαλ. 1,13 Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν,
Γαλ. 1,13 Βεβαίως και σεις οι ίδιοι έχετε πληροφορηθή την ζωήν και συμπεριφοράν που είχα, όταν έμενα πιστός εις την θρησκείαν των Εβραίων και ακολουθούσα όσα ο Ιουδαϊσμός εδίδασκε. Εχετε δηλαδή πληροφορηθή ότι, επηρεασμένος βαθύτατα από τας παλαιάς διδασκαλίας του Νομου και τα έθιμα των Ιουδαίων, κατεδίωκα με πολύν φανατισμόν και σκληρότητα την Εκκλησίαν του Χριστού και προσπαθούσα να την ερημώσω και αφανίσω.

Γαλ. 1,14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.
Γαλ. 1,14 Χαρις δε στον φανατισμόν μου αυτόν προώδευα στον Ιουδαϊσμόν παραπάνω από πολλούς ομοεθνείς συνομήλικάς μου, διότι εδείκνυα περισσότερον από αυτούς ζήλον δια τας πατροπαραδότους παραδόσεις μας.

Γαλ. 1,15 Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ
Γαλ. 1,15 Οταν δε ευδόκησεν ο πανάγαθος Θεός, ο οποίος με είχε ξεχωρίσει και προορίσει από την κοιλίαν ακόμη της μητρός μου, και με εκάλεσε δια της χάριτος του

Γαλ. 1,16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι,
Γαλ. 1,16 να αποκαλύψη εις την καρδίαν και την ψυχήν μου τον Υιόν αυτού, δια να τον κηρύττω ως Σωτήρα εις τα έθνη, αμέσως δεν εζήτησα από κανένα άνθρωπον συμβουλήν και καθοδήγησιν δια την μεγάλην αυτήν κλήσιν.

Γαλ. 1,17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.
Γαλ. 1,17 Ούτε ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και συμβουλευθώ τους Αποστόλους, που είχαν κληθή προ εμού στο αποστολικόν έργον, αλλ' ανεχώρησα εις τα μέρη της Αραβίας και πάλιν επέστρεψα εις Δαμασκόν.

Γαλ. 1,18 Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε·
Γαλ. 1,18 Επειτα, τρία έτη μετά την ημέραν που εκλήθην από τον Χριστόν, ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και γνωρίσω προσωπικώς τον Πετρον και έμεινα κοντά του δεκαπέντε μόνον ημέρας.

Γαλ. 1,19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Γαλ. 1,19 Αλλον δε από τους Αποστόλους δεν είδα, παρά μόνον τον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Κυρίου.

Γαλ. 1,20 ἃ δὲ γράφω ὑμῖν, ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι.
Γαλ. 1,20 Αυτά δε που σας γράφω είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια. Ιδού σας διαβεβαιώνω ενώπιον του Θεού, ότι δεν ψεύδομαι. (Σας τα γράφω δε, δια να πεισθήτε απολύτως, ότι τον θησαυρόν του Ευαγγελίου δεν τον παρέλαβα από κανένα άνθρωπον, ούτε από Απόστολον, αλλά κατ' ευθείαν από τον Χριστόν).

Γαλ. 1,21 ἔπειτα ἦλθον εἰς τὰ κλίματα τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας.
Γαλ. 1,21 Επειτα δε από την δεκαπενθήμερον αυτήν παραμονήν μου εις την Ιερουσαλήμ, ήλθα εις τας περιοχάς της Συρίας και της Κιλικίας.

Γαλ. 1,22 ἤμην δὲ ἀγνοούμενος τῷ προσώπῳ ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Ἰουδαίας ταῖς ἐν Χριστῷ·
Γαλ. 1,22 Ημουν δε άγνωστος προσωπικώς εις τας Εκκλησίας της Ιουδαίας, αι οποίαι απετελούντο από Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει στον Χριστόν.

Γαλ. 1,23 μόνον δὲ ἀκούοντες ἦσαν ὅτι ὁ διώκων ἡμᾶς ποτε νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει,
Γαλ. 1,23 Αυτοί δε μόνον εξ ακοής επληροφορούντο, ότι εκείνος ο οποίος άλλοτε μας κατεδίωκε, κηρύττει τώρα το χαρμόσυνον μήνυμα της πίστεώς μας, την οποίαν άλλοτε κατεδίωκε και προσπαθούσε να αφανίση.

Γαλ. 1,24 καὶ ἐδόξαζον ἐν ἐμοὶ τὸ Θεόν.
Γαλ. 1,24 Και εδόξαζαν όλοι τον Θεόν δια το μεγάλο θαύμα, που επραγματοποίησε εις εμέ.


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ 2


Γαλ. 2,1 Ἔπειτα διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ Βαρνάβα, συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον·
Γαλ. 2,1 Επειτα , αφού επέρασαν δεκατέσσαρα όλα έτη από το ταξίδι μου εις την Συρίαν και Κιλικίαν, ανέβηκα πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα με τον Βαρνάβαν, παίρνοντας μαζή μου και τον Τιτον.

Γαλ. 2,2 ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ᾿ ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον.
Γαλ. 2,2 Ανέβηκα δε σύμφωνα με ειδικήν φανέρωσιν, που μου έκαμεν ο Θεός, και εξέθεσα στους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ το Ευαγγέλιον, το οποίον κηρύττω μεταξύ των εθνικών, ιδιαιτέρως δε και λεπτομερέστερα εξέθεσα τούτο εις εκείνους, οι οποίοι εθεωρούντο και ήσαν οι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων. Εκαμα δε αυτάς τας ανακοινώσεις, δια να ελεγχθή, μήπως τυχόν ματαίως κοπιάζω η εκοπίσα έως τώρα.

Γαλ. 2,3 ἀλλ᾿ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι,
Γαλ. 2,3 Αι, λοιπόν! Οχι μόνον το Ευαγγέλιόν μου ανεγνωρίσθη από όλους ως γνήσιον, αλλ' ούτε ο Τιτος ο Ελλην και απερίτμητος, ο οποίος ήτο μαζή μου, δεν υπεχρεώθη να περιτμηθή.

Γαλ. 2,4 διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται·
Γαλ. 2,4 Και τούτο, όχι μόνον διότι η περιτομή είναι εντελώς άχρηστος δι' αυτούς, που πιστεύουν στον Χριστόν, αλλά και δια να μη δοθή αφορμή νοθεύσεως της αληθείας εκ μέρους των ψευδαδέλφων, οι οποίοι υπούλως είχαν εισχωρήσει εις την Εκκλησίαν σαν κατάσκοποι, δια να κλονίσουν και καταλύσουν την ελευθερίαν μας, την οποίαν έχομεν εν Χριστώ Ιησού και δια να μας υποδουλώσουν εις την καταθλιπτικήν δουλείαν των εβραϊκών τύπων.

Γαλ. 2,5 οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ὑμᾶς.
Γαλ. 2,5 Εις τους ψευδαδέλφους αυτούς ούτε προς στιγμήν δεν υπεχωρήσαμεν να περιτμηθή ο Τιτος, δια να μείνη έτσι καθαρά και ανόθευτος η αλήθεια του Ευαγγελίου εις σας.

Γαλ. 2,6 ἀπὸ δὲ τῶν δοκούντων εἶναί τι, ὁποῖοί ποτε ἦσαν οὐδέν μοι διαφέρει· πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει· ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο,
Γαλ. 2,6 Δια δε τους επισήμους και μεγάλους μεταξύ των Αποστόλων, τι δηλαδή εφρονούσαν άλλοτε, που δεν εμπόδιζαν την περιτομήν και την τήρησιν των άλλων νομικών διατάξεων, δεν με ενδειαφέρει διόλου. Ο Θεός δεν λαμβάνει υπ' όψιν του πρόσωπον ανθρώπου και δεν μεροληπτεί, αλλά προσφέρει καθαράν την αυτήν εις όλους αλήθειαν. Δι' αυτό άλλωστε και οι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων δεν προσέθεσαν εις εμέ τίποτε περισσότερον από όσα εξ αποκαλύψεως Χριστού εγνώριζα και εκήρυττα.

Γαλ. 2,7 ἀλλὰ τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθὼς Πέτρος τῆς περιτομῆς·
Γαλ. 2,7 Αλλά αντιθέτως, όταν είδαν ότι ο Θεός μου έχει εμπιστευθή να κηρύττω το Ευαγγέλιον στους απεριτμήτους, όπως ο Πετρος στους περιτμημένους Ιουδαίους,

Γαλ. 2,8 ὁ γὰρ ἐνεργήσας Πέτρῳ εἰς ἀποστολὴν τῆς περιτομῆς ἐνήργησε καὶ ἐμοὶ εἰς τὰ ἔθνη·
Γαλ. 2,8 διότι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος είχε κάμει ικανόν και άξιον τον Πετρον να είναι Απόστολος στους Εβραίους, αυτός αξίωσε και εμέ να κηρύττω εις τα έθνη·

Γαλ. 2,9 καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήν·
Γαλ. 2,9 και όταν εγνώρισαν πλέον πολύ καλά την χάριν, που μου είχε δοθή από τον Θεόν, ο Ιάκωβος και ο Πετρος και ο Ιωάννης, οι οποίοι θεωρούνται -και πολύ ορθώς- ότι είναι στύλοι της Εκκλησίας, επείσθησαν πλέον απολύτως εις την αποστολήν μου. Εδωκαν δε εις εμέ και τον Βαρνάβαν το δεξί των χέρι, δια να εκφράσουν έτσι ότι συμμετέχουν και συμφωνούν απολύτως στο έργον μας, να κηρύττωμεν δηλαδή ημείς το Ευαγγέλιον εις τα έθνη, αυτοί δε στους Εβραίους.

Γαλ. 2,10 μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο ποιῆσαι.
Γαλ. 2,10 Μας παρεκάλεσαν δε μόνον να ενθυμούμεθα τους πτωχούς Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ, πράγμα το οποίον ιδαιοτέρως εφρόντισα με πολλήν προθυμίαν να το κάμω.

Γαλ. 2,11 Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν.
Γαλ. 2,11 Οταν δε ήλθεν ο Πετρος εις την Αντιόχειαν, φανερά και κατά πρόσωπον του αντιστάθηκα και διεφώνησα μαζή του, διότι ήτο αξιόμεμπτος και αξιοκατάκριτος.

Γαλ. 2,12 πρὸ τοῦ γὰρ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ Ἰακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν· ὅτε δὲ ἦλθον, ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς.
Γαλ. 2,12 Το γεγονός έχει ως εξής· Πριν έλθουν εις την Αντιόχειαν μερικοί από τους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων, όπου επίσκοπος ήτο ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου, ο Πετρος συνανεστρέφετο και έτρωγε ελεύθερα μαζή με τους εξ εθνών Χριστιανούς. Οταν όμως ήλθαν εκείνοι, άλλαξε αυτός τακτικήν, απέφευγε τους εξ εθνών Χριστιανούς και εξεχώριζε τον ευατόν του, επειδή εφοβείτο μήπως σκανδαλίση τους εξ Εβραίων Χριστιανούς.

Γαλ. 2,13 καὶ συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καὶ οἱ λοιποὶ Ἰουδαῖοι, ὥστε καὶ Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει.
Γαλ. 2,13 Και μαζή με αυτόν υπεκρίθησαν ότι δεν έχουν τάχα επικοινωνίαν με τους εξ εθνών Χριστιανούς και οι άλλοι Ιουδαίοι Χριστιανοί, ώστε και αυτός ακόμη ο Βαρνάβας παρεσύρθη εις την υποκρισίαν των.

Γαλ. 2,14 ἀλλ᾿ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἔμπροσθεν πάντων· εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ ἰουδαϊκῶς, τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν;
Γαλ. 2,14 Αλλ' όταν είδα εγώ, ότι δεν βαδίζουν ορθώς εις την προκειμένην περίστασιν ως προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου, είπα στον Πετρον εμπρός εις όλους· “εάν συ, μολονότι είσαι Ιουδαίος, ζης και φέρεσαι τώρα που έγινες Χριστιανός όπως οι εξ εθνών Χριστιανοί και όχι όπως οι Ιουδαίοι, διατί με αυτό που κάμνεις, θέλεις να αναγκάζης τώρα τους εξ εθνών Χριστιανούς, να υποβληθούν εις τα Ιουδαϊκά έθιμα;

Γαλ. 2,15 Ἡμεῖς φύσει Ἰουδαῖοι καὶ οὐκ ἐξ ἐθνῶν ἁμαρτωλοί,
Γαλ. 2,15 Ημείς είμεθα εκ γενετής Ιουδαίοι και δεν είμεθα αδιαφώτιστοι αμαρτωλοί από τα έθνη,

Γαλ. 2,16 εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ.
Γαλ. 2,16 Επειδή όμως εγνωρίσαμεν καλά ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται δίκαιος, δεν αποκτά την δικαίωσιν ενώπιον του Θεού από τας τυπικάς διατάξστου μωσαϊκού Νομου, αλλά μόνον δια της φωτισμένης ενεργείας και ενεργού πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, και ημείς επιστεύσαμεν στον Χριστόν Ιησούν, δια να γίνωμεν δίκαιοι από την πίστιν και με την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα έργα του μωσαϊκού Νομου. Διότι, όπως άλλωστε έχει γραφή και εις την Παλαιάν Διαθήκην, “δεν θα δικαιωθή ποτέ κανείς από τα έργα του Νομου”.

Γαλ. 2,17 εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο.
Γαλ. 2,17 Εάν δε ημείς, αφήσαντες τον Νομον και ζητούντες να επιτύχωμεν την δικαίωσίν μας δια της πίστεως και επικοινωνίας μας με τον Ιησούν Χριστόν, ευρεθήκαμεν στο κεφαλαιώδες αυτό θέμα αμαρτωλοί, τότε έρχεται στο στόμα το παράλογον ερώτημα· άρα γε ο Χριστός που μας εκάλεσεν εις αυτόν τον δρόμον, μας ηπάτησε και είναι υπηρέτης αμαρτίας; Μη γένοιτο να σκεφθώμεν ποτέ τέτοιαν βλασφημίαν.

Γαλ. 2,18 εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι.
Γαλ. 2,18 Διότι, εάν εκείνα τα οποία έχω καταργήσει ως άχρηστα, δηλαδή τα τυπικά έργα του μωσαϊκού Νομου, αυτά πάλιν επαναφέρω εις την ισχύν και τα τηρώ, αποδεικνύω τον ευατόν μου παραβάτην, διότι έτσι ομολογώ, ότι η προηγουμένη παραμέλησις των τυπικών διατάξεων του Νομου ήτο αμαρτία.

Γαλ. 2,19 ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω.
Γαλ. 2,19 Αυτό όμως δεν είναι αληθινό, διότι εγώ δια του Νομου, τον οποίον κατήργησα και ο οποίος καταδικάζει εις θάνατον κάθε παραβάτην, έχω πλέον αποθάνει δι' αυτόν, δια να ζήσω πλέον εν τω Θεώ, χάρις εις την πίστιν μου προς τον Χριστόν.

Γαλ. 2,20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
Γαλ. 2,20 Εγώ έχω σταυρωθή μαζή με τον Χριστόν και δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός φυσικός άνθρωπος, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός. Αυτήν δε την ζωήν που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα, την ζω με την χάριν και την δύναμιν της πίστεως στον Υιόν του Θεού, ο οποίος με έχει αγαπήσει και παρέδωκε τον ευατόν του εις σταυρικόν θάνατον, δια την σωτηρίαν μου.

Γαλ. 2,21 Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν.
Γαλ. 2,21 Οχι, δεν απορρίπτω την χάριν του Θεού. Μη γένοιτο να διαπράξω ποτέ τέτοιαν φοβεράν απερισκεψίαν. Μενω εις την χάριν. Διότι εάν η δικαίωσις ήτο έργον του Νομου, άρα ήτο μάταιος και ανωφελής ο θάνατος του Χριστού. Αυτό όμως είναι άτοπον και βλάσφημον”.


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ 3


Γαλ. 3,1 Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι, οἷς κατ᾿ ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦς Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος;
Γαλ. 3,1 Ω ανόητοι Γαλάται, ποιός σας εβάσκανε, ώστε τώρα να μη πείθεσθε και να μη υπακούετε εις την αλήθειαν, σεις εμπρός εις τα μάτια των οποίων, ολοκάθαρα και ξάστερα παρεστάθη και σαν να εζωγραφήθη ο εσταυρωμένος Ιησούς Χριστός;

Γαλ. 3,2 τοῦτο μόνον θέλω μαθεῖν ἀφ᾿ ὑμῶν· ἐξ ἔργων νόμου τὸ Πνεῦμα ἐλάβετε ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως;
Γαλ. 3,2 Τούτο μόνον θέλω να μάθω από σας· το Πνεύμα το Αγιον, τα πολλά και θαυμαστά χαρίσματά του, τα ελάβατε από τας τυπικάς διατάξστου μωσαϊκού Νομου η τα ελάβατε από το κήρυγμα της πίστεως που ακούσατε και εδεχθήκατε;

Γαλ. 3,3 οὕτως ἀνόητοί ἐστε; ἐναρξάμενοι πνεύματι νῦν σαρκὶ ἐπιτελεῖσθε;
Γαλ. 3,3 Είσθε, λοιπόν, τόσον ανόητοι; Αφού αρχίσατε τόσον καλά με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, τώρα καταλήγετε εις τας διατάξστου Νομου, που έχουν να κάμουν με την σάρκα και όχι με τον αγιασμόν της καρδίας;

Γαλ. 3,4 τοσαῦτα ἐπάθετε εἰκῆ; εἴ γε καὶ εἰκῆ.
Γαλ. 3,4 Τοσας δωρεάς και ευεργεσίας, που ελάβατε από το Πνεύμα το Αγιον, ματαίως τας έχετε λάβει; Εάν βέβαια ημπορή να λεχθή ότι τας ελάβατε ματαίως, διότι το βέβαιον είναι ότι, εάν τας περιφρονήσετε, θα γίνουν εις καταδίκην σας.

Γαλ. 3,5 ὁ οὖν ἐπιχορηγῶν ὑμῖν τὸ Πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν δυνάμεις ἐν ὑμῖν, ἐξ ἔργων νόμου ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως;
Γαλ. 3,5 Ο Θεός, λοιπόν, ο οποίος πλούσια σας χορηγεί το Πνεύμα το Αγιον και ενεργεί μεταξύ σας θαύματα μεγάλα με την άπειρον δύναμίν του, σας χορηγεί και ενεργεί αυτά από τα έργα του Νομου, που τάχα επράξατε η από την πίστιν στο κήρυγμα που έχετε ακούσει;

Γαλ. 3,6 καθὼς Ἀβραὰμ ἐπίστευσε τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην.
Γαλ. 3,6 Ο Θεός σας εχορήγησε το Πνεύμα του δια την πίστιν σας. Οπως συνέβη και με τον Αβραάμ, ο οποίος “επίστευσεν στον Θεόν και κατελογίσθη στο ενεργητικόν του η πίστις αυτή, ώστε ο Θεός να του δώση την δικαίωσιν”.

Γαλ. 3,7 Γινώσκετε ἄρα ὅτι οἱ ἐκ πίστεως, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Ἀβραάμ.
Γαλ. 3,7 Συνεπώς γνωρίζετε, ότι τέκνα του Αβραάμ δεν είναι εκείνοι, οι οποίοι τηρούν τας διατάξστου Νομου, αλλ' όσοι έχουν δεχθή και ζουν την πίστιν στον Χριστόν.

Γαλ. 3,8 προϊδοῦσα δὲ ἡ γραφὴ ὅτι ἐκ πίστεως δικαιοῖ τὰ ἔθνη ὁ Θεός, προευηγγελίσατο τῷ Ἀβραὰμ ὅτι ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πάντα τὰ ἔθνη.
Γαλ. 3,8 Επειδή δε η Αγία Γραφή προείδεν ότι από την πίστιν και δια μέσου της πίστεως έμελλεν ο Θεός να δικαιώση και σώση τα έθνη, προανήγγειλε την χαρμόσυνον αγγελίαν στον Αβραάμ, ότι “δια σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη” και όχι μόνον το ιουδαϊκόν.

Γαλ. 3,9 ὥστε οἱ ἐκ πίστεως εὐλογοῦνται σὺν τῷ πιστῷ Ἀβραάμ.
Γαλ. 3,9 Ωστε παίρνουν τας ευλογίας του Θεού και ευλογούνται μαζή με τον πιστόν Αβραάμ όσοι πιστεύουν, είτε Εβραίοι είναι είτε εθνικοί.

Γαλ. 3,10 Ὅσοι γὰρ ἐξ ἔργων νόμου εἰσίν, ὑπὸ κατάραν εἰσί· γέγραπται γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὃς οὐκ ἐμμένει ἐν πᾶσι τοῖς γεγραμμένοις ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τοῦ ποιῆσαι αὐτά·
Γαλ. 3,10 Διότι όσοι ευρίσκονται κάτω από τας τυπικάς διατάξστου Νομου, ευρίσκονται υπό την κατάραν. Επειδή εις αυτόν τούτον τον Νομον έχει γραφή· “είναι καταράμενος καθένας που δεν μένει πιστός και δεν τηρεί όλα όσα είναι γραμμένα στο βιβλίον του Νομου”.

Γαλ. 3,11 ὅτι δὲ ἐν νόμῳ οὐδεὶς δικαιοῦται παρὰ τῷ Θεῷ, δῆλον· ὅτι ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.
Γαλ. 3,11 Οτι δε δια μέσου του μωσαϊκού Νομου κανείς δεν παίρνει την δικαίωσιν ενώπιον του Θεού, είναι φανερόν. Διότι εις αυτόν τούτον τον Νομον γράφεται, ότι “ο δίκαιος θα ζήση και θα επιτύχη την σωτηρίαν του δια της πίστεως”.

Γαλ. 3,12 ὁ δὲ νόμος οὐκ ἔστιν ἐκ πίστεως, ἀλλ᾿ ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς.
Γαλ. 3,12 Ο Νομος όμως δεν στηρίζεται εις την πίστιν και δεν δίδει δικαίωσιν δια της πίστεως, αλλ' όπως γράφεται εις αυτόν, “εκείνος ο άνθρωπος που ετήρησεν όλα τα προστάγματα του Νομου, αυτός θα ζήση δι' αυτών”. (Κανείς όμως δεν ημπόρεσε ούτε θα ημπορέση να τηρήση όλον τον Νομον, και άρα όλοι ευρίσκονται υπό κατάραν εξ αιτίας των παραβάσεων του).

Γαλ. 3,13 Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα· γέγραπται γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου·
Γαλ. 3,13 Ο Χριστός όμως μας εξηγόρασεν από αυτήν την κατάραν του Νομου με το να γίνη ο ίδιος χάριν ημών κατάρα και να πληρώση ως λύτρον δι' ημάς τον σταυρικόν του θάνατον. Διότι έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην· “καταράμενος είναι καθένας που κρεμάται και πεθαίνει επάνω στο ξύλον του σταυρού”.

Γαλ. 3,14 ἵνα εἰς τὰ ἔθνη ἡ εὐλογία τοῦ Ἀβραὰμ γένηται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πνεύματος λάβωμεν διὰ τῆς πίστεως.
Γαλ. 3,14 Και έγινε κατάρα, δια να έλθη στους εθνικούς, δια μέσου του Ιησού Χριστού, η ευλογία του Θεού προς τον Αβραάμ, δια να λάβωμεν ημείς, Ιουδαίοι και εθνικοί, δια μέσου της πίστεως την ευλογημένην υπόσχεσιν περί των ανεκτιμήτων δωρεών του Αγίου Πνεύματος.

Γαλ. 3,15 Ἀδελφοί, κατὰ ἄνθρωπον λέγω· ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῖ ἢ ἐπιδιατάσσεται.
Γαλ. 3,15 Αδελφοί, σας φέρνω ένα παράδειγμα, από όσα συμβαίνουν μεταξύ των ανθρώπων. Διαθήκην ανθρώπου, η οποία μετά τον θάνατον του έχει ελεχθή και αναγνωρισθή ως έγκυρος, κανένας δεν την καταργεί η δεν προσθέτει καμμίαν διάταξιν εις αυτήν.

Γαλ. 3,16 τῷ δὲ Ἀβραὰμ ἐῤῥέθησαν αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ· οὐ λέγει, καὶ τοῖς σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ᾿ ὡς ἐφ᾿ ἑνός, καὶ τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστι Χριστός.
Γαλ. 3,16 Και ο Θεός είχε συνάψει διαθήκην με τον Αβραάμ, όταν έδωκε τας υποσχέσστου “εις αυτόν και στο σπέρμα του”. Δεν είπεν ο Θεός “και εις τα σπέρματα αυτού”, διότι τότε θα επρόκειτο περί πολλών, αλλ' ως εάν επρόκειτο-όπως και επρόκειτο-περί ενός μόνον, είπε, “καις στο σπέρμα σου”. στον απόγονόν σου. Αυτός δε ο ένας απόγονος είναι ο Χριστός.

Γαλ. 3,17 τοῦτο δὲ λέγω· διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς Χριστὸν ὁ μετὰ ἔτη τετρακόσια καὶ τριάκοντα γεγονὼς νόμος οὐκ ἀκυροῖ, εἰς τὸ καταργῆσαι τὴν ἐπαγγελίαν.
Γαλ. 3,17 Ιδού τώρα η σκέψις μου· Την διαθήκην αυτήν, που είχεν επικυρωθή προηγουμένως από τον Θεόν με όρκον και ανεφέρετο στον Χριστόν, ο Νομος, ο οποίος εδόθη έπειτα από τετρακόσια τριάντα έτη, δεν την ακυρώνει-και ούτε ημπορεί να την ακυρώση-ώστε να καταργήση την υπόσχεσιν του Θεού.

Γαλ. 3,18 εἰ γὰρ ἐκ νόμου ἡ κληρονομία, οὐκέτι ἐξ ἐπαγγελίας· τῷ δὲ Ἀβραὰμ δι᾿ ἐπαγγελίας κεχάρισται ὁ Θεός.
Γαλ. 3,18 Θα το έπραττεν όμως αυτό, εάν η δικαίωσις και η κληρονομία της αιωνίου ζωής ήτο καρπός της τηρήσεως του νόμου και όχι δωρεά από την υπόσχεσιν του Θεού. Εις τον Αβραάμ όμως έχει χαρίσει ο Θεός αυτήν την δωρεάν, δια της υποσχέσεως που του είχε δώσει.

Γαλ. 3,19 Τί οὖν ὁ νόμος; τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἔλθῃ τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται, διαταγεὶς δι᾿ ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου.
Γαλ. 3,19 Και λοιπόν, διατί τότε εδόθη ο Νομος; Προσετέθη ο Νομος εις την υπόσχεσιν του Θεού, εξ αιτίας των παραβάσεών μας, δια να συναισθανώμεθα δηλαδή την αμαρτωλότητα και ενόχην μας, να ζητούμεν δε και να περιμένωμεν από τον Θεόν την λύτρωσίν μας, μέχρις ότου έλθη ο ευλογημένος απόγονος του Αβραάμ, εν τω προσώπω του οποίου θα επραγματοποιούντο όλαι αι επαγγελίαι και θα ευλογούντο όλα τα έθνη της γης. Ο δε Νομος εκοινοποιήθη με διαταγάς δια μέσου των αγγέλων και εδόθη με το χέρι του Μωϋσέως, ως μεσίτου.

Γαλ. 3,20 ὁ δὲ μεσίτης ἑνὸς οὐκ ἔστιν, ὁ δὲ Θεὸς εἷς ἐστιν.
Γαλ. 3,20 Ο δε μεσίτης δεν είναι ενός μόνον προσώπου, αλλά τουλάχιστον δύο. Το ένα δε πρόσωπον εις την περίστασιν αυτήν είναι ο Θεός, το δε άλλο οι Εβραίοι, οι οποίοι έπρεπε να τηρήσουν κατά πάντα τον Νομον, δια να ζήσουν δια μέσου αυτού. Τον παρέβησαν όμως και ήσαν ως εκ τούτου επικατάρατοι.

Γαλ. 3,21 ὁ οὖν νόμος κατὰ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ; μὴ γένοιτο. εἰ γὰρ ἐδόθη νόμος ὁ δυνάμενος ζωοποιῆσαι, ὄντως ἂν ἐκ νόμου ἦν ἡ δικαιοσύνη·
Γαλ. 3,21 Ο Νομος, λοιπόν, είναι εναντίον των επαγγελιών του Θεού, αφού έκαμε τους ανθρώπους εξ αιτίας των παραβάσεών των καταραμένους; Οχι βέβαια. Διότι εάν εδόθη τέτοιος Νομος, ο οποίος θα ηδύνατο να παρέχη αιωνίαν ζωήν, τότε θα ημπορούσαμεν να είπωμεν, ότι η δικαίωσις του ανθρώπου θα ήτο έργον του Νομου. Τετοιαν δικαίωσιν όμως δεν δίδει ο Νομος και άρα δεν καταργεί ούτε και αντιτίθεται εις τας επαγγελίας του Θεού.

Γαλ. 3,22 ἀλλὰ συνέκλεισεν ἡ γραφὴ τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν, ἵνα ἡ ἐπαγγελία ἐκ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ δοθῇ τοῖς πιστεύουσι.
Γαλ. 3,22 Αλλ' ο γραπτός Νομος έκλεισεν ολοτελώς τα πάντα υπό την αμαρτίαν, ώστε η επαγγελία της λυτρώσεως να δοθή δια της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, εις όλους δηλαδή που πιστεύουν.

Γαλ. 3,23 Πρὸ δὲ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι.
Γαλ. 3,23 Πριν δε να έλθη η δια της πίστεως λύτρωσις και σωτηρία, όλοι εφρουρούμεθα από τον Νομον, κλεισμένοι και περιμανδρωμένοι, προοριζόμενοι δια την πίστιν, που έμελλε εν καιρώ να αποκαλυφθή.

Γαλ. 3,24 ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν·
Γαλ. 3,24 Ωστε ο Νομος έγινε παιδαγωγός μας, ο οποίος μας εξεπαίδευε και μας προπαρασκευάζε να ποθήσωμεν και γνωρίσωμεν τον Χριστόν, ώστε να πάρωμεν την δικαίωσιν από την πίστιν.

Γαλ. 3,25 ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν.
Γαλ. 3,25 Από τότε δε που ήλθεν αυτή η πίστις, που ήλθε δηλαδή ο Χριστός, ο οποίος δια της πίστεως εις αυτόν μας δίδει την δικαίωσιν, δεν είμεθα πλέον κάτω από τον παιδαγωγόν, δηλαδή κάτω από τον Νομον.

Γαλ. 3,26 πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ·
Γαλ. 3,26 Διότι όλοι είσθε υιοί του Θεού δια της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν,

Γαλ. 3,27 ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
Γαλ. 3,27 επειδή όσοι έχετε βαπτισθή στο όνομα του Χριστού και ομολογείτε έτσι αυτόν Σωτήρα, εφορέσατε τον Χριστόν και ενωθήκατε με αυτόν.

Γαλ. 3,28 οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Γαλ. 3,28 Δι' αυτό και εις την νέαν κατάστασιν, εις την βασιλείαν του Χριστού, δεν υπάρχουν διαφραί εθνικότητος, τάξεως και φύλου. Δεν υπάρχει Ιουδαίος ούτε Ελλην, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άρσεν και θύλυ, διότι όλοι σεις είσθε ένας νέος άνθρωπος και νέος οργανισμός, δια μέσου του Ιησού Χριστού.

Γαλ. 3,29 εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι.
Γαλ. 3,29 Εάν δε σεις οι εθνικοί, που επιστεύσατε, ανήκετε στον Χριστόν, άρα είσθε πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ και σύμφωνα με την υπόσχεσιν, που ο Θεός έδωσεν εις αυτόν, κληρονόμοι των ευλογιών.


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ 4

Γαλ. 4,1 Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν,
Γαλ. 4,1 Σας λέγω δε και τούτο· ότι όσον χρόνον ο κληρονόμος είναι νήπιος και ανήλικος, δεν διαφέρει τίποτε από τον δούλον, καίτοι είναι κύριος όλης της κληρονομίας.

Γαλ. 4,2 ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός.
Γαλ. 4,2 Αλλ' ευρίσκεται πάντοτε κάτω από την κηδεμονίαν και την εξουσίαν των επιτρόπων, που τον εκπροσωπούν, και κάτω από τους οικονόμους, που διαχειρίζονται την κληρονομίαν, μέχρι της προσθεμίας, που έχει ορίσει με την διαθήκην του ο πατήρ.

Γαλ. 4,3 οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι·
Γαλ. 4,3 Ετσι και ημείς οι Χριστιανοί, εφ' όσον διαρκούσε η νηπιακή μας ηλικία, από πνευματικής απόψεως, ήμεθα υποδουλωμένοι κάτω από τας στοιχειώδεις διατάξστου μωσαϊκού Νομου και των άλλων θρησκειών, που έχουν οι άνθρωποι της αγνοίας.

Γαλ. 4,4 ὅτε δέ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον,
Γαλ. 4,4 Οταν δε συνεπληρώθη ο χρόνος και ήλθεν ο κατάλληλος καιρός, που είχεν ορισθή μέσα στο θείον σχέδιον, έστειλεν ο Θεός, από τον ουρανόν εις την γην, τον Υιόν του, ο οποίος έλαβε σάρκα ανθρωπίνην δια μέσου παρθένου γυναικός και υπετάχθη θεληματικά στον μωσαϊκόν Νομον.

Γαλ. 4,5 ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.
Γαλ. 4,5 Και τούτο, δια να εξαγοράση εκείνους που ευρίσκοντο κάτω από την κατάραν του Νομου, δια να πάρωμεν όλοι την υιοθεσίαν, που μας είχεν υποσχεθή ο Θεός.

Γαλ. 4,6 Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ.
Γαλ. 4,6 Ακριβώς δε διότι τώρα είσθε υιοί του Θεού, δια τούτο έστειλεν ο Θεός από τον ουρανόν το Πνεύμα του Υιού του εις τας καρδίας σας, ώστε να σας δίδη το προνόμιον και την χάριν, να απευθύνεσθε προς τον Θεόν κράζοντες· Αββά, δηλαδή Πατέρα μας.

Γαλ. 4,7 ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ.
Γαλ. 4,7 Ωστε σύμφωνα με αυτά συ, ο Χριστιανός, δεν είσαι πλέον δούλος των στοιχείων του κόσμου, αλλ' υιός του Θεού. Εάν δε είσαι υιός του Θεού, είσαι κατά συνέπειαν και κληρονόμος του Θεού δια μέσου του Ιησού Χριστού.

Γαλ. 4,8 Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς·
Γαλ. 4,8 Αλλά τότε μεν, εις την εποχήν της αγνοίας και ειδωλολατρίας σας, που δεν είχατε γνωρίσει τον αληθινόν Θεόν, εδουλεύσατε εις θεούς, οι οποίοι εις την πραγματικότητα δεν είναι θεοί.

Γαλ. 4,9 νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε;
Γαλ. 4,9 Τωρα όμως που εγνωρίσατε τον αληθινόν Θεόν, η μάλλον έχετε γνωρισθή και αναγνωρισθή από τον Θεόν ως παιδιά του, πως ξαναγυρίζετε πάλιν εις τα ατελή και αδύνατα και φτωχά στοιχεία της ειδωλολατρικής θρησκείας και των τυπικών διατάξεων του Νομου, εις τα οποία θέλετε, όπως και πριν, να υποδουλωθήτε πάλιν;

Γαλ. 4,10 ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς;
Γαλ. 4,10 Εξετάζετε τώρα και φυλάσσετε, όπως οι Εβραίοι, ωρισμένας ημέρας της εβδομάδος και μήνας και εποχάς του έτους και εορτάς των ετών;

Γαλ. 4,11 φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς.
Γαλ. 4,11 Φοβούμαι, μήπως ματαίως και ανωφελώς έχω κοπιάσει δια σας.

Γαλ. 4,12 Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς, ἀδελφοί, δέομαι ὑμῶν. οὐδέν με ἠδικήσατε.
Γαλ. 4,12 Θελήστε, αδελφοί, να γίνετε όπως τώρα είμαι εγώ, ο οποίος άλλοτε ήμουν όπως σεις τώρα, (και επρόσεχα με πολύν ζήλον τας διατάξστου Νομου, τας εβραϊκάς εορτάς και τα άλλα ιουδαϊκά έθιμα, τα οποία όμως τώρα έχω αποκηρύξει και ακολουθώ τον Χριστόν). Σας παρακαλώ δια τούτο, αδελφοί· δεν με έχετε αδικήσει εις τίποτε, (ώστε εγώ να θέλω να σας βλάψω. Εξ αντιθέτου, εγώ σας αγαπώ και ποθώ πάντοτε το καλόν σας).

Γαλ. 4,13 οἴδατε δὲ ὅτι δι᾿ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον,
Γαλ. 4,13 Ξεύρετε άλλωστε, ότι ένεκα σωματικής ασθενείας έμεινα μεταξύ σας, καθώς επερνούσα από την χώρα σας, και εκύρυξα εις σας πρώτην φοράν το Ευαγγέλιον του Χριστού.

Γαλ. 4,14 καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελον Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς Χριστὸν Ἰησοῦν.
Γαλ. 4,14 Και την θλίψιν μου αυτήν την σωματικήν δεν την περιφρονήσατε, ούτε και με αηδιάσατε, αλλά τουναντίον με εδέχθητε σαν άγγελον Θεού, σαν αυτόν τον Ιησούν Χριστόν.

Γαλ. 4,15 τίς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν; μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι.
Γαλ. 4,15 Τι έγινε, λοιπόν, ο μακαρισμός σας εκ μέρους των ανθρώπων, που με εδεχθήκατε με τέτοιαν διάθεσιν και προθυμίαν; Διότι, το καταθέτω προς τιμήν σας, ότι αν ήτο δυνατόν και αυτά ακόμη τα μάτια σας θα τα εβγάζατε και θα μου τα εδίδατε. Τοσον πολύ με είχατε εκτιμήσει και αγαπήσει.

Γαλ. 4,16 ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν;
Γαλ. 4,16 Ωστε έχω γίνει τώρα εχθρός σας, επειδή σας λέγω την αλήθειαν;

Γαλ. 4,17 ζηλοῦσιν ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν, ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε.
Γαλ. 4,17 Διατί πείθεσθε στους ψευδοδιδασκάλους; Αυτοί δεικνύουν ζήλον για σας, όχι βέβαια δια το καλόν σας, αλλά διότι θέλουν να σας αποκλείσουν από την ορθήν πίστιν του Χριστού, δια να δεικνύετε ζήλον και υπακοήν εις αυτούς τους ιδίους και να γίνετε έτσι όργανα εξυπηρετήσεως των.

Γαλ. 4,18 καλὸν δὲ τὸ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ παρεῖναί με πρὸς ὑμᾶς.
Γαλ. 4,18 Καλόν είναι το να είσθε πάντοτε ζηλευτοί και αξιομίμητοι, στο καλόν όμως και το σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού. Και αυτό πρέπει να γίνεται πάντοτε, και όχι μόνον όταν εγώ ευρίσκωμαι μαζή σας.

Γαλ. 4,19 τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν!
Γαλ. 4,19 Παιδάκια μου, αγαπημένα μου πνευματικά παιδιά, δια τους οποίους πάλιν ξαναδοκιμάζω πόνους και ωδίνας, μέχρις ότου η προσωπικότης του Χριστού μορφωθή μέσα σας.

Γαλ. 4,20 ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν.
Γαλ. 4,20 Ηθελα δε να είμαι πάλιν παρών μεταξύ σας τώρα και να αλλάξω τον πατρικόν τόνον της φωνής μου εις θρήνον και δάκρυα, διότι ευρίσκομαι εις απορίαν και δεν γνωρίζω πως να φερθώ απέναντί σας.

Γαλ. 4,21 Λέγετέ μοι οἱ ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι· τὸν νόμον οὐκ ἀκούετε;
Γαλ. 4,21 Πεστε μου, σεις οι οποίοι θέλετε να είσθε κάτω από την εξουσίαν του Νομου, δεν ακούετε τι λέγει αυτός ο Νομος;

Γαλ. 4,22 γέγραπται γὰρ ὅτι Ἀβραὰμ δύο υἱοὺς ἔσχεν, ἕνα ἐκ τῆς παιδίσκης καὶ ἕνα ἐκ τῆς ἐλευθέρας.
Γαλ. 4,22 Διότι εκεί έχει γραφή, ότι ο Αβραάμ απέκτησε δύο παιδιά, ένα παιδί από την δούλην του, την Αγαρ, και ένα παιδί από την ελευθέραν, από την Σαρραν.

Γαλ. 4,23 ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐκ τῆς παιδίσκης κατὰ σάρκα γεγέννηται, ὁ δὲ ἐκ τῆς ἐλευθέρας διὰ τῆς ἐπαγγελίας.
Γαλ. 4,23 Αλλ' ο μεν πρώτος υιός, ο από την δούλην, έχει γεννηθή, όπως συνήθως, κατά τους βιολογικούς νόμους της σαρκός, χωρίς καμμίαν ειδικήν εύνοιαν και υπόσχεσιν του Θεού. Ο δε άλλος, από την ελευθέραν, την Σαρραν, εγεννήθη σύμφωνα με την υπόσχεσιν, που έδωκεν ο Θεός στον Αβραάμ.

Γαλ. 4,24 ἅτινά ἐστιν ἀλληγορούμενα. αὗται γάρ εἰσι δύο διαθῆκαι, μία μὲν ἀπὸ ὄρους Σινᾶ, εἰς δουλείαν γεννῶσα, ἥτις ἐστὶν Ἄγαρ·
Γαλ. 4,24 Αυτά είναι αλληγορίαι, που προδιατυπώνουν άλλα γεγονότα. Διότι αι δύο αυταί γυναίκες εικονίζουν τας δύο διαθήκας. Η μεν μία διαθήκη είναι η του όρους Σινά, η οποία γεννά τα παιδιά της εις την δουλείαν του Νομου και η οποία εικονίζεται από την 'Αγαρ.

Γαλ. 4,25 τὸ γὰρ Ἄγαρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν Ἱερουσαλήμ, δουλεύει δὲ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς·
Γαλ. 4,25 Διότι, όπως είναι γνωστόν, το όρος Σινά λέγεται και Αγαρ. Υπάρχει εις την Αραβίαν, αντιστοιχεί δε και προτυπώνει την επίγειον Ιερουσαλήμ. Αυτή δε η επίγειος Ιερουσαλήμ μαζή με τα τέκνα της είναι δούλη, όπως δούλη υπήρξε και η Αγαρ.

Γαλ. 4,26 ἡ δὲ ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ πάντων ἡμῶν.
Γαλ. 4,26 Η δε επουράνιος Ιερουσαλήμ είναι ελευθέρα. Αυτή ακριβώς είναι η μητέρα όλων ημών των Χριστιανών.

Γαλ. 4,27 γέγραπται γάρ· εὐφράνθητι στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα, ῥῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα.
Γαλ. 4,27 Εχει άλλωστε γραφή προφητικώς εις την Π. Διαθήκην· “γέμισε με χαράν και ευφροσύνην συ η Εκκλησία, η οποία πριν έλθη ο Χριστός ήσουν στείρα και δεν εγεννούσες τέκνα. Κραύγασε με αγαλλίασιν και βόησε χαρμόσυνα συ, η οποία έως τώρα δεν είχες γεννήσει τέκνα και δεν είχες γνωρίσει τας ωδίνας του τοκετού. Διότι τα παιδιά σου, που ήσουν έρημη από άνδρα, θα είναι πολλά, περισσότερα από όσα είχεν αποκτήσει, η επίγειος Ιερουσαλήμ, η οποία, επειδή εγνώριζε τον αληθινόν Θεόν, εφαίνετο σαν να έχη άνδρα”.

Γαλ. 4,28 ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, κατὰ Ἰσαὰκ ἐπαγγελίας τέκνα ἐσμέν.
Γαλ. 4,28 Ημείς δε οι Χριστιανοί, αδελφοί, είμεθα τέκνα, που εγεννήθημεν σύμφωνα με τας υποσχέσστου Θεού προς τον Αβραάμ, όπως είχε γεννηθή τότε και ο Ισαάκ.

Γαλ. 4,29 ἀλλ᾿ ὥσπερ τότε ὁ κατὰ σάρκα γεννηθεὶς ἐδίωκε τὸν κατὰ πνεῦμα, οὕτω καὶ νῦν.
Γαλ. 4,29 Αλλ' όπως τότε ο υιός, που εγεννήθη κατά τους βιολογικούς νόμους της σαρκός, εφθονούσε και κατεδίωκε τον Ισαάκ, που είχε γεννηθή με την δύναμιν του Πνεύματος και με τρόπον υπερφυσικόν, έτσι και τώρα οι πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ, οι Χριστιανοί, διώκονται από τους κατά σάρκα απογόνους, δηλαδή από τους Εβραίους.

Γαλ. 4,30 ἀλλὰ τί λέγει ἡ γραφή; ἔκβαλε τὴν παιδίσκην καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς· οὐ μὴ γὰρ κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης μετὰ τοῦ υἱοῦ τῆς ἐλευθέρας.
Γαλ. 4,30 Αλλά τι λέγει επί του γεγονότος αυτού η Γραφή; “Διώξε την δούλην, την Αγαρ, και το παιδί της, τον Ισμαήλ, είπεν ο Θεός στον Αβραάμ· διότι δεν θα κληρονομήση ο υιός της δούλης μαζή με τον υιόν της ελευθέρας”.

Γαλ. 4,31 Ἄρα, ἀδελφοί, οὐκ ἐσμὲν παιδίσκης τέκνα, ἀλλὰ τῆς ἐλευθέρας.
Γαλ. 4,31 Κατά συνέπειαν, αδελφοί, δεν είμεθα παιδιά της δούλης, της επιγείου δηλαδή Ιερουσαλήμ, η οποία ευρίσκεται υπό την κυριαρχίαν του Νομου, αλλ' είμεθα τέκνα της ελευθέρας, δηλαδή της επουρανίου Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας του Χριστού.


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ 5


Γαλ. 5,1 Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε.
Γαλ. 5,1 Σταθήτε, λοιπόν, και μένετε στερεοί και ακλόνητοι εις την ελευθερίαν, με την οποίαν ο Χριστός μας ηλευθέρωσε και μη βάζετε πάλιν τον εαυτόν σας κάτω από τον ζυγόν της δουλείας των τυπικών διατάξεων του Νομου.

Γαλ. 5,2 Ἴδε ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει.
Γαλ. 5,2 Ιδού εγώ ο Παύλος σας το λέγω και σας το διαβεβαιώνω, ότι εάν περιτέμνεσθε, όπως σας συνιστούν οι ψευδοδιδάσκαλοι, ο Χριστός τίποτε δεν θα σας ωφελήση.

Γαλ. 5,3 μαρτύρομαι δὲ πάλιν παντὶ ἀνθρώπῳ περιτεμνομένῳ ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι.
Γαλ. 5,3 Καταθέτω και πάλιν επίσημον μαρτυρίαν ενώπιον του Θεού εις κάθε άνθρωπον που περιτέμνεται, ότι υποχρεούται να τηρήση όλον τον Νομον, (εφ' όσον από αυτόν περιμένει την δικαίωσιν και όχι από τον Χριστόν).

Γαλ. 5,4 κατηργήθητε ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε·
Γαλ. 5,4 Σεις οι οποίοι επιμένετε και προσπαθήτε να εύρετε την δικαίωσιν δια του Μωσαϊκού Νομου, δεν έχετε πλέον καμμίαν σχέσιν με τον Χριστόν, εγίνατε έκπτωτοι από την χάριν του Χριστού. Δεν είσθε όπως ημείς.

Γαλ. 5,5 ἡμεῖς γὰρ Πνεύματι ἐκ πίστεως ἐλπίδα δικαιοσύνης ἀπεκδεχόμεθα.
Γαλ. 5,5 Διότι ημείς δια του Αγίου Πνεύματος, που έχομεν λάβει, πληροφορούμεθα και περιμένομεν με βεβαιότητα την ελπίδα της δικαιώσεως από την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα έργα του Νομου.

Γαλ. 5,6 ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη.
Γαλ. 5,6 Διότι εις την νέαν ζωήν και πολιτείαν την εν Χριστώ Ιησού, ούτε η περιτομή έχει καμμίαν ισχύν δια την δικαίωσιν ούτε η ακροβυστία, αλλά ισχύει μόνον η πίστις, η οποία εκδηλώνεται με τα έργα της ζωντανής και αληθινής αγάπης.

Γαλ. 5,7 Ἐτρέχετε καλῶς· τίς ὑμᾶς ἐνέκοψε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι;
Γαλ. 5,7 Ετρέχατε στον δρόμον του καταρτισμού σας καλά. Ποιός τώρα έβαλε προσκόμματα στον δρόμον σας και σας ανέκοψε την ορμήν, ώστε να μη πείθεσθε και να μη επαναπαύεσθε εις την αλήθειαν του Ευαγγελίου;

Γαλ. 5,8 ἡ πεισμονὴ οὐκ ἐκ τοῦ καλοῦντος ὑμᾶς.
Γαλ. 5,8 Το πείσμα και η ισχυρογνωμοσύνη σας αυτή δεν προέρχεται από τον Κυριον, ο οποίος όπως προηγουμένως, έτσι και τώρα σας καλεί εις την δικαίωσιν και την σωτηρίαν.

Γαλ. 5,9 μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ.
Γαλ. 5,9 Μη νομίσετε δε ότι είναι ασήμαντον γεγονός να τηρήτε και μερικάς έστω διατάξστου Νομου. Διότι μικρό προζύμι μεταβάλλει και ζυμώνει όλο το ζυμάρι.

Γαλ. 5,10 ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε· ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρῖμα, ὅστις ἂν ᾖ.
Γαλ. 5,10 Εν τούτοις εγώ έχω δια σας πεποίθησιν, που μου εμπνέει ο Κυριος, ότι κανένα άλλο φρόνημα ξένο προς την διδασκαλίαν του Χριστού δεν θα υιοθετήσετε. Εκείνος δε ο οποίος σας αναταράσσει με τας ψευδοδιδασκαλίας του θα βαστάση επάνω του την δικαίαν κρίσιν και κατάκρισιν εκ μέρους του Θεού, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός.

Γαλ. 5,11 ἐγὼ δέ, ἀδελφοί, εἰ περιτομὴν ἔτι κηρύσσω, τί ἔτι διώκομαι; ἄρα κατήργηται τὸ σκάνδαλον τοῦ σταυροῦ.
Γαλ. 5,11 Μη ακούετε δε τους ψευδαδέλφους, οι οποίοι έφθασαν μέχρι του σημείου να διαδίδουν, ότι εγώ διδάσκω την τήρησιν της περιτομής. Αδελφοί, εάν εγώ κηρύττω τώρα και συνιστώ την περιτομήν, διατί να καταδιώκωμαι ακόμη από τους Εβραίους; Διότι εν τοιαύτη περιπτώσει έχει εξαλειφθή πλέον το σκάνδαλον, που δημιουργείται μεταξύ των Εβραίων από το κήρυγμά μου περί του λυτρωτικού σταυρικού θανάτου.

Γαλ. 5,12 ὄφελον καὶ ἀποκόψονται οἱ ἀναστατοῦντες ὑμᾶς.
Γαλ. 5,12 Αυτοί οι οποίοι σας αναστατώνουν με τας συκοφαντίας και τας ψευδείς διδασκαλίας των όχι μόνον ας περιτμηθούν, αν θέλουν, αλλά και ας ακρωτηριασθούν ακόμη.

Γαλ. 5,13 Ὑμεῖς γὰρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις.
Γαλ. 5,13 Διότι σεις, αδελφοί, έχετε κληθή από τον Κυριον, να γίνετε και να μείνετε ελεύθεροι. Μονον προσέξατε, μήπως αυτήν την ελευθερίαν την χρησιμοποιήσετε ως αφορμή δια σαρκικήν ζωήν. Αλλά τουναντίον πρέπει να υπηρετήτε σαν δούλοι ο ένας τον άλλον δια της αγάπης του Χριστού.

Γαλ. 5,14 ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πληροῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
Γαλ. 5,14 Ολος άλλωστε ο Νομος συγκεφαλαιώνεται πλήρως εις ένα λόγον· εις την εντολήν· “θα αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”.

Γαλ. 5,15 εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε.
Γαλ. 5,15 Εάν όμως δαγκώνετε και κατατρώγετε ο ένας τον άλλον, πράγμα που μαρτυρεί έλλειψιν αγάπης, προσέξατε, μήπως αλληλοκαταστραφήτε και αφανισθήτε μεταξύ σας.

Γαλ. 5,16 Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε.
Γαλ. 5,16 Εννοώ δε τούτο, ότι πρέπει να ζήτε και να συμπεριφέρεσθε μεταξύ σας σύμφωνα με το θέλημα και τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος και έτσι δεν θα εκτελέσετε την επιθυμίαν της σαρκός (η οποία επιθυμία, καθό αμαρτωλή, δημιουργεί καταστρεπτικάς έριδας μεταξύ σας).

Γαλ. 5,17 ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε ταῦτα ποιῆτε.
Γαλ. 5,17 Διότι η σαρξ, ο παλαιός άνθρωπος, επιθυμεί και επιζητεί αντίθετα προς το πνεύμα, και το πνεύμα, η ανωτέρα φύσις του ανθρώπου, που εμπνέεται από το Αγιον Πνεύμα, επιθυμεί αντίθετα προς την σάρκα. Αυτά δε αντιτίθενται και ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, ώστε να μη πράττετε εκείνα, τα οποία θέλετε.

Γαλ. 5,18 εἰ δὲ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστὲ ὑπὸ νόμον.
Γαλ. 5,18 Εάν, λοιπόν, οδηγήσθε και εμπνέεσθε από το Αγιον Πνεύμα, δεν είσθε πλέον κάτω από τον ζυγόν του Νομου.

Γαλ. 5,19 φανερὰ δέ ἐστι τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστι μοιχεία, πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια,
Γαλ. 5,19 Είναι δε φανερά τα έργα, εις τα οποία παρασύρει τον άνθρωπον η διεφθαρμένη σαρκική φύσις του· είναι δε αυτά τα πονηρά έργα η μοιχεία, η πορνεία, κάθε πράξις διαφθοράς, που κάμνει τον άνθρωπον ακάθαρτον, η ακολασία και η μανία δια την απόλαυσιν της ηδονής,

Γαλ. 5,20 εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις,
Γαλ. 5,20 η ειδωλολατρία, η μαγεία. Είναι δε ακόμη αι εχθρότητες και αι αντιπάθειαι, αι φιλονεικίαι και αι έριδες, αι ζηλοφθονίαι, οι θυμοί, οι φατριασμοί, που διαιρούν τους ανθρώπους εις κόμματα, αι διχόνιαι, αι αιρέσεις, που οδηγούν εις σχίσματα,

Γαλ. 5,21 φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν καθὼς καὶ προεῖπον, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν.
Γαλ. 5,21 οι φθόνοι, οι φόνοι, αι μέθαι, αι άσωτοι και άσεμνοι διασκεδάσεις και τα άλλα όμοια προς αυτά, δια τα οποία σας προλέγω, όπως άλλωστε και κατά την πρώτην επίσκεψίν μου, όταν σας εκήρυξα το Ευαγγέλιόν μου, σας είχα είπει, ότι εκείνοι οι οποίοι διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα και δεν μετανοούν δι' αυτά, δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν των ουρανών.

Γαλ. 5,22 ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις,
Γαλ. 5,22 Ο καρπός όμως, τον οποίον το Αγιον Πνεύμα παράγει εις τας καλοπροαιρέτους και πιστάς καρδίας, είναι η αγάπη προς όλους, η χαρά από την λύτρωσιν που δίδει ο Χριστός, η ειρήνη που παρέχει η αγαθή συνείδησις, η μακροθυμία προς εκείνους που πταίουν απέναντι μας, η καλωσύνη και η διάθεσις να είμεθα εξυπηρετικοί προς τους άλλους, η αγαθότης της καρδίας, η αξιοπιστία στους λόγους και τας υποσχέσεις μας,

Γαλ. 5,23 πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος.
Γαλ. 5,23 η πραότης απέναντι εκείνων, που μας φέρονται κατά τρόπον εξοργιστικόν, η εγκράτεια και η αποφυγή κάθε πονηράς επιθυμίας και πράξεως. Εναντίον των ανθρώπων, που έχουν αυτάς τας αρετάς, δεν υπάρχει και δεν ισχύει ο νόμος.

Γαλ. 5,24 οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις.
Γαλ. 5,24 Οι δε αληθινοί οπαδοί και μαθηταί του Χριστού έχουν σταυρώσει και νεκρώσει τον παλαιόν σαρκικόν άνθρωπον, μαζή με τα πάθη και τας αμαρτωλάς επιθυμίας του.

Γαλ. 5,25 Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν.
Γαλ. 5,25 Εάν πράγματι ζώμεν την ζωήν του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να πορευθώμεθα και να συμπεριφερώμεθα σύμφωνα με όσα το Πνεύμα μας διδάσκει.

Γαλ. 5,26 μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες.
Γαλ. 5,26 Ας μη γινώμεθα κενόδοξοι, προσκαλούντες και εξερεθίζοντες ο ένας τον άλλον εις αντιθέσεις και φιλονεικίας και φθονούντες ο ένας τον άλλον.


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ 6


Γαλ. 6,1 Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς.
Γαλ. 6,1 Αδελφοί, εάν από αδυναμίαν παρασυρθή κανείς και περιπέση εις κάποιο αμάρτημα, σεις οι πνευματικώς προωδευμένοι και ισχυροί ας διορθώνετε αυτόν και ας τον καθοδηγήτε με πνεύμα πραότητος. Αλλά και συ που διορθώνστον άλλον, πρόσεχε τον ευατόν σου, μήπως και ο ίδιος περιπέσης εις πειρασμόν και παρασυρθής είτε στο ίδιον αμάρτημα, είτε στο αμάρτημα της υψηλοφροσύνης.

Γαλ. 6,2 ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.
Γαλ. 6,2 Ας υπομένετε με πραότητα ο ένας του άλλου τα ελαττώματα, τα οποία, καθό αλαττώματα, είναι φορτικά και ενοχλητικά και έτσι τηρήσατε πλήρως τον νόμον του Χριστού, που διδάσκει την αγάπην. (Ανθρωπος, που δεν δείχνει τέτοιαν υπομονήν, αλλ' οργίζεται και περιφρονεί τον παρασυρθέντα, δεν έχει την αγάπην του Χριστού).

Γαλ. 6,3 εἰ γὰρ δοκεῖ τις εἶναί τι μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ.
Γαλ. 6,3 Διότι εάν κανείς νομίζη, ότι είναι κάτι τι, ενώ εις την πραγματικότητα, εξ αιτίας του εγωϊσμού του, δεν είναι τίποτε, αυτός εξαπατά και πλανά τον ευατόν του.

Γαλ. 6,4 τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω ἕκαστος, καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ καύχημα ἕξει καὶ οὐκ εἰς τὸν ἕτερον·
Γαλ. 6,4 Δι' αυτό ο καθένας ας ερευνά και ας εξετάζη με προσοχήν το έργον του, και αν το εύρη σύμφωνον με το θέλημα του Θεού, θα έχη λόγον να καυχάται στον εαυτόν του και δια τον ευατόν του μόνον, και όχι εν σχέσει προς την διαγωγήν του άλλου.

Γαλ. 6,5 ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον φορτίον βαστάσει.
Γαλ. 6,5 Διότι κατά την δευτέραν παρουσίαν ο καθένας θα βαστάση το φορτίον των ιδικών του αμαρτιών.

Γαλ. 6,6 Κοινωνείτω δὲ ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον τῷ κατηχοῦντι ἐν πᾶσιν ἀγαθοῖς.
Γαλ. 6,6 Καθένας δε που διδάσκεται τον λόγον του Θεού και καθοδηγείται στον δρόμον της σωτηρίας, ας κάμνη τον διδάσκαλον και κατηχητήν του μέτοχον εις όλα τα αγαθά του.

Γαλ. 6,7 Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται· ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει·
Γαλ. 6,7 Μη πλανάσθε. Ο Θεός δεν εξαπατάται ούτε και περιπαίζεται. Διότι κατά την ημέραν της μεγάλης κρίσεως θα θερίση ο άνθρωπος εκείνο, που θα έχη σπείρει.

Γαλ. 6,8 ὅτι ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον.
Γαλ. 6,8 Εκείνος που σπέρνει εις την σάρκα τα έργα της αμαρτίας και της διαφθοράς, αυτός θα θερίση από τα έργα της σαρκός τον όλεθρον, την αιωνίαν κόλασιν. Εκείνος δε ο οποίος σπέρνει και καλλιεργεί στο πνεύμα του τα έργα, που εμπνέει το Αγιον Πνεύμα, θα θερίση από τα έργα του πνεύματος την αιώνιον ζωήν.

Γαλ. 6,9 τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν· καιρῷ γὰρ ἰδίῳ θερίσομεν μὴ ἐκλυόμενοι.
Γαλ. 6,9 Οταν δε πράττωμεν το καλόν, ας μη αποκάμνωμεν από τας δυσκολίας που συναντώμεν, και από τας θυσίας, εις τας οποίας υποβαλλόμεθα. Διότι εις καιρόν ωρισμένον θα θερίσωμεν τους καρπούς των καλών έργων μας, εφ' όσον τώρα δεν αποκάμνομεν και δεν παραλύομεν.

Γαλ. 6,10 Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως.
Γαλ. 6,10 Λοιπόν, έως ότου έχομεν καιρόν, τώρα που ευρισκόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, ας πράττωμεν με προθυμίαν τα αγαθά έργα προς όλους, μάλιστα δε προς εκείνους οι οποίοι, δια της πίστεως στον Χριστόν, μας έγιναν οικείοι και αδελφοί.

Γαλ. 6,11 Ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί.
Γαλ. 6,11 Ιδέτε με πόσην λεπτομέρειαν και σαφήνειαν σας έγραψα με το ίδιό μου το χέρι.

Γαλ. 6,12 ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται.
Γαλ. 6,12 Οσοι θέλουν να φανούν ευπρόσωποι και να αρέσουν στους ανθρώπους του κόσμου δια πράγματα, που αναφέρονται εις την σάρκα, αυτοί σας πειθαναγκάζουν να περιτέμνεσθε, όχι από πεποίθησιν εις την αξίαν της περιτομής, αλλά μόνον και μόνον δια να μη καταδιώκωνται από τους Εβραίους εξ αιτίας του κηρύγματος περί του σταυρού του Χριστού.

Γαλ. 6,13 οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται.
Γαλ. 6,13 Αυτό δε αποδεικνύεται και από το γεγονός, ότι ούτε αυτοί οι περιτμημένοι δεν τηρούν τον Νομον του Μωϋσέως, αλλά θέλουν να περιτέμνεσθε σεις, δια να καυχώνται αυτοί εις την ιδικήν σας σάρκα, ότι δηλαδή σας έπεισαν να δεχθήτε την σαρκικήν περιτομήν.

Γαλ. 6,14 ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ.
Γαλ. 6,14 Μη γένοιτο δε ποτέ να καυχηθώ εγώ δια τίποτε άλλο, παρά μόνον δια τον σταυρικόν θάνατον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου έχει πλέον σταυρωθή και νεκρωθή ως προς εμέ ο κόσμος, όπως και εγώ, χάρις στον σταυρόν του Κυρίου, έχω σταυρωθή και νεκρωθή δια τον κόσμον.

Γαλ. 6,15 ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις.
Γαλ. 6,15 Διότι εις την νέαν κατάστασιν της σωτηρίας και της πνευματικής ζωής, που προσφέρει ο Χριστός, ούτε η περιτομή έχει καμμίαν ισχύν ούτε η ακροβυστία, αλλ' ισχύει η νέα πνευματική δημιουργία και αναγέννησις, που παρέχεται από τον Χριστόν.

Γαλ. 6,16 καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ.
Γαλ. 6,16 Και όσοι θα ακολουθήσουν αυτόν τον κανόνα και θα πορευθούν σύμφωνα με την διδασκαλίαν του Χριστού, θα έχουν ειρήνην και έλεος από τον Θεόν, όπως γενικώτερα θα έχη ειρήνην και έλεος ο νέος Ισραήλ της χάριτος, ο χριστιανικός λαός του Θεού.

Γαλ. 6,17 Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω.
Γαλ. 6,17 Εις το εξής να μη με βάζη κανείς εις κόπους και ενοχλήσεις δια τα ζητήματα, που αναφέρονται εις την περιτομήν και τας άλλας τυπικάς διατάξστου μωσαϊκού Νομου. Πεισθήτε εις αυτά που σας λέγω, διότι εγώ βαστάζω επάνω στο σώμά μου τα σημάδια των πληγών, που υπέστην δια τον Κυριον, και αυτά μαρτυρούν την αγνήν πίστιν μου προς τον Χριστόν και την φιλαλήθειάν μου.

Γαλ. 6,18 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
Γαλ. 6,18 Αδελφοί, η χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είθε να είναι πάντοτε με το πνεύμα σας και να σας ενισχύη συνεχώς εις την πνευματικήν σας ζωήν και πρόοδον. Αμήν.