Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Ιησούς Χριστός

Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Χριστός (από το ρήμα χρίω) σημαίνει αυτός που έχει χριστεί από το Θεό, που έχει το χρίσμα της θείας αποστολής. Πηγές για τη ζωή και το έργο του Χριστού αποτελούν τα Ευαγγέλια του Λουκά, του Μάρκου, του Ματθαίου και του Ιωάννη, τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, και οι συγγραφείς Σουετώνιος, Τάκιτος, Ιώσηπος, Λουκρήτιος.
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε τη Θεοτόκο Μαρία με­τά την έ­ξο­δό της α­π' το Να­ό και της είπε ότι θα φέρει στον κόσμο τον Υιό του Θεού. Σύμφωνα με το θέλημα του Θεού θα ονομαστεί Ι­η­σούς και θα ερχόταν στον κόσμο όχι με τη συμβολή ανδρός, αλλά με την θαυματουργή δύναμη του Θεού και την έλευση του Αγίου Πνεύματος.
Α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή ο Κύ­ριος μας Ι­η­σούς Χρι­στός σαρ­κώ­θη­κε από την αειπάρθενο Μα­ρί­α για τη σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­πι­νου γέ­νους.
Με το δι­ά­ταγ­μα του αυ­το­κρά­το­ρα Καί­σα­ρα Αυ­γού­στου να α­πο­γρα­φεί ό­λος ο πλη­θυ­σμός που ή­ταν κά­τω α­πό την Ρω­μα­ϊ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α, ο Ι­ω­σήφ και η εγ­κυ­μο­νού­σα Μα­ριάμ έ­πρε­πε να α­πο­γρα­φούν στον τό­πο της κα­τα­γω­γής τους. Έτσι ξεκίνησαν από την Ναζαρέτ και ύστερα από κοπιαστικό ταξίδι έφτασαν στην Βηθλεέμ της Ι­ου­δαί­ας. Λό­γω της πλη­θώ­ρας των α­πο­γρα­φο­μέ­νων, ο Ιωσήφ με τη Μαρία, δεν κατάφεραν να βρουν κατάλυμα, παρά μόνο ένα φτωχικό σπήλαιο.
Ε­κεί θέ­λη­σε να γεν­νη­θεί ο φι­λάν­θρω­πος και τα­πει­νός Κύ­ριος, ο Λυ­τρω­τής του κό­σμου, ό­που και τον σπαρ­γά­νω­σε η Θε­ο­τό­κος σε μια φάτ­νη των ζώ­ων για να ζε­στα­θεί.
Ένας άγγελος εμφανίστηκε σε ποιμένες (βοσκούς) και τους είπε ότι εκείνο το βράδυ γεννήθηκε ο Σωτήρας των ανθρώπων. Οι βοσκοί πήγαν και προσκύνησαν τον μικρό Ιησού ακολουθώντας το αστέρι που φώτιζε τη φάτνη. Έτσι, ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 6 π.Χ. στη Βηθλεέμ, στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρώδη.
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τη Γέν­νη­ση του Ιησού Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου. Να σημειώσουμε εδώ, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 397 επί πατριαρχείας Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Σε ο­κτώ μέ­ρες α­πό τη γέν­νη­ση, η Θεοτόκος Μαρία και ο Ι­ω­σήφ έ­κα­ναν, σύμ­φω­να με το Μωσαϊκό νό­μο, την πε­ρι­το­μή του παι­διού και του έ­δω­σαν το ό­νο­μα «­Ιησούς». Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει την Περιτομή του Ιησού Χριστού στις 1 Ιανουαρίου.
Σα­ράν­τα μέ­ρες με­τά τη γέν­νη­σή Του, ο Ι­η­σούς συνοδεύεται από τον Ιωσήφ και τη Μαρία για πρώ­τη φο­ρά στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, στο να­ό του Θε­ού. Σύμ­φω­να με τον Ι­ου­δα­ϊ­κό νό­μο, κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί έπρεπε να αφιερώνεται στο Θεό και να προσφέρει, την τεσσαρακοστή ημέρα από την γέννησή το, θυσία στο Θεό ένα ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών. Εκεί βρέθηκε ο δίκαιος Συμεών, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, για να τους προϋπαντήσει στην είσοδο. Ο γέροντας Συμεών κράτησε με ευλάβεια και δέος το Θείο βρέφος, γιατί γνώριζε από την προφητεία ότι Αυτό είναι ο ίδιος ο Θεός με σάρκα ανθρώπου, τον οποίο θα έβλεπε πριν πεθάνει. Με­τά προφήτευσε ότι: «ο Ιησούς θα γί­νει αι­τί­α να πέ­σουν και να ση­κω­θούν πολ­λοί στο Ισ­ρα­ήλ και θα προ­κα­λέ­σει δι­χο­γνω­μί­α».
Έτσι η Εκκλησία μας καθιέρωσε την ακολουθία του «Σαραντισμού», όπου οι μητέρες βγάζουν για πρώτη φορά το παιδί τους από το σπίτι, σαράντα ημερών βρέφος και το πηγαίνουν στην Εκκλησία, για να το ευλογίσει ο ιερέας και να λάβει την χάρη από την προσκύνηση των ιερών εικόνων. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει την Υπαπαντή (υποδοχή) του Ιησού Χριστού στις 2 Φεβρουαρίου.
Με­τά τη γέν­νη­ση του Ι­η­σού και τον σα­ραν­τι­σμό, η Θε­ο­τό­κος με τον Ι­ω­σήφ πα­ρέ­μει­ναν στη Βη­θλε­έμ. Στο δι­ά­στη­μα αυ­τό, μάγοι από την Ανατολή ήρθαν να προσκυνήσουν το Σωτήρα του κόσμου. Πρόσφεραν ως δώρα χρυσό, λιβάνι και σμύρνα.
Με­τά την προ­σκύ­νη­ση του Κυ­ρί­ου, οι Μά­γοι ε­πι­στρέ­φουν στην πα­τρί­δα τους, για­τί άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου τους ει­δο­ποί­η­σε να φύ­γουν α­πό άλ­λο δρό­μο και να μη πά­νε στον Η­ρώ­δη, που ή­θε­λε να σκο­τώ­σει τον Ι­η­σού. Πριν ο Η­ρώ­δης δι­α­τά­ξει τη σφα­γή των νη­πί­ων, άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σε όνειρο στον Ι­ω­σήφ και του είπε να πά­ρει το παι­δί και τη μη­τέ­ρα Του και να φύ­γουν για την Αί­γυ­πτο. Πράγ­μα­τι, ο Ι­ω­σήφ πήρε τη Θε­ο­τό­κο και το παιδί και έ­φτα­σαν στην Αί­γυ­πτο όπου μέ­χρι το θά­να­το του Η­ρώ­δη. Σή­με­ρα στο πα­λι­ό Κάιρο, κον­τά στο μο­να­στή­ρι του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, βρί­σκε­ται το σπή­λαι­ο με το πη­γά­δι, ό­που έ­μει­νε η α­γί­α οι­κο­γέ­νεια κα­τά τη διά­ρκεια της δι­α­μο­νής της στην Αί­γυ­πτο.
Με­τά το θά­να­το του Η­ρώ­δη και ύ­στε­ρα α­πό ει­δο­ποί­η­ση του αγ­γέ­λου η α­γί­α οι­κο­γέ­νεια ε­πέ­στρε­ψε, ό­που εγ­κα­τα­στά­θη­κε και πά­λι στην φτωχική κωμόπολη Ναζαρέτ. Εκεί μεγάλωνε ο Ιησούς με τους γονείς του ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού και προετοιμαζόταν για το έργο του σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε, προετοιμάζοντας τον κόσμο για την εμφάνιση του Χριστού. Όταν ο Ιησούς ήταν περίπου 30 ετών, παρουσιάστηκε κάποια ημέρα στον Ιωάννη και ζήτησε να βαπτιστεί. Ο Ιωάννης τον βάπτισε μέσα στον Ιορδάνη ποταμό καθώς αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο Μεσσία που περίμεναν οι Ιουδαίοι.
Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίσθηκε μία μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή, όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαπτιζόμενο Ιησού, ενώ συγχρόνως ακούσθηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» («Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου»).
Ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό, το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλίωσης με το Θεό. Έτσι με τη Βάπτιση του Κυρίου εγκαινιάστηκε το μυστήριο του Βαπτίσματος. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει την Βάπτιση του Ιησού Χριστού στις 6 Ιανουαρίου.
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Ο Ιησούς κατόπιν αποχώρησε στην έρημο και προετοιμάστηκε ψυχολογικά για την δημόσια δράση του. Τότε ήταν περίπου 30 χρονών, σύμφωνα με το Λουκά, τη 15η χρονιά της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου, δηλ. το 28 ή 29 μ.Χ. Μετά από το γεγονός αυτό, ο Ιησούς ξεχώρισε μια ομάδα 12 πιστών μαθητών οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να διαδώσει το μήνυμά της Σωτηρίας. Η εκλογή των δώδεκα μαθητών, που ονομάζονται και απόστολοι, καθώς η αποστολή τους ήταν να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε ολόκληρο τον κόσμο, κράτησε ενάμιση χρόνο περίπου. Μετά την κλίση τους έμειναν μαζί με τον Ιησού δύο χρόνια περίπου. Ο Ιησούς, αφού είχε τελειώσει την πρώτη διδασκαλία Του στην Ιουδαία, και άρχιζε τη διδασκαλία Του στη Γαλιλαία, κάλεσε τους Σίμωνα (Πέτρο), Ανδρέα, Ιάκωβο και Ιωάννη, να εγκαταλείψουν το επάγγελμα του ψαρά και να Τον ακολουθήσουν. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα κάλεσε τον Φίλιππο, τον Ναθαναήλ (Βαρθολομαίο) και τον Ματθαίο.
Ακολούθησαν οι Θωμάς, Σίμων ο Κανανίτης, Ιούδας ή Θαδδαίος, Ιάκωβος γιος του Αλφαίου και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.
Σύμφωνα με τους ευαγγελιστές, ο Ιησούς κήρυξε στον κόσμο της υπαίθρου, στους ναούς και στις πόλεις και μίλησε για την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει άνθρωπος στο Θεό, δίδαξε τη συγχώρεση, την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής που να αγκαλιάζει με αγάπη τον συνάνθρωπο και την οριστική λύτρωση του ανθρώπου από το κακό, την φθορά και τον θάνατο με την συμμετοχή του στην "Βασιλεία του Θεού", στην αιώνια ζωή που συνεχίζεται μετά τον φυσικό θάνατο. Η διδασκαλία του, έκανε τον Ιησού σύντομα γνωστό και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στο βορρά και στις περιοχές της Γαλιλαίας άλλα και στο νότο με τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην ιερή πόλη του Ιουδαϊσμού, στα Ιεροσόλυμα. Ο λόγος του είχε δύναμη και παραστατικότητα. Συνήθιζε να συναναστρέφεται με ανθρώπους που θεωρούνταν αμαρτωλοί, με φτωχούς και ταπεινούς, αγαπούσε τα παιδιά και τη φύση.
Στη διδασκαλία του ο Χριστός καταφέρθηκε εναντίον της τυπολατρείας των Φαρισαίων. Ενδιαφέρθηκε για την εγκαθίδρυση ουσιαστικών σχέσεων αγάπης και δικαιοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους. Κεντρική θέση κατείχε η προσδοκία για τη βασιλεία των ουρανών και την τελική επικράτηση της δικαιοσύνης στον κόσμο. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού, ο Θεός κατοικεί παντού, είναι πανάγαθος, είναι η Αγάπη, προνοεί κι ενδιαφέρεται για όλους. Η σχέση του ανθρώπου με το Θεό είναι εσωτερική, πνευματική και ο καλύτερος τρόπος λατρείας του είναι η εκπλήρωση των εντολών του και κυρίως η έκφραση αγάπης για τους συνανθρώπους.
ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ

Τα λόγια του Ιησού δεν κατανοούνται αρχικά από τους ακροατές του στο πνευματικό τους βάθος, αλλά στην επιφάνεια τους. Έτσι ο Ιησούς με τις παραβολές έχει την ευκαιρία να τις διασαφηνίζει περισσότερο έως ότου τις αντιληφθούν σωστά οι ακροατές του. Η διδασκαλία του Ιησού, είναι διατυπωμένη στη γλώσσα, το μορφωτικό επίπεδο και την προσληπτική ικανότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Ο Ιησούς δεν απευθύνθηκε ως Διδάσκαλος σ' έναν κόσμο λογίων και μορφωμένων ανθρώπων, αλλά επικοινώνησε με το λαό της εποχής εκείνης, που ουσιαστικά δεν διέθετε σχεδόν καμιά μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια. Γι’ αυτό απέφευγε συστηματικά τις ιδεολογικές και συνθετικές ομιλίες, καθώς και λόγους θεωρητικού περιεχομένου. Ήταν μάλλον πρακτικός και πολύ αναλυτικός και διαμόρφωνε το λόγο του με παραδείγματα παρμένα από την καθημερινή ζωή κάνοντας χρήση των «Παραβολών». Η παραβολή ήταν, από τα βασικά δομικά στοιχεία της διδασκαλίας του Ιησού. Χρησιμοποιούσε πάντοτε εικόνες από τον γύρω κόσμο ώστε να δημιουργήσει αίσθηση ή να προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον.
Επειδή απευθυνόταν σ’ ένα κόσμο απλοϊκό, χωρίς κάποια μόρφωση και παιδεία, κόσμο συνήθως κτηνοτροφικό και γεωργικό, η παραβολική γλώσσα με εικόνες παρμένες από την καθημερινή ζωή έγινε το πιο κατάλληλο μέσο για ουσιαστικότερη κατανόηση κι επικοινωνία. Ο κόσμος της εποχής του Ιησού εκφραζόταν περισσότερο με σύμβολα, με παραστάσεις, με εικόνες και μύθους. Τα μηνύματα ήταν πιο εύκολο τότε να φτάσουν στους αποδέκτες, να τους συγκινήσουν και να διεγείρουν τη φαντασία τους, με εικόνες ζωντανές, παρμένες από τη φύση και τη ζωή. Ο μεγαλύτερος αριθμός των παραβολών έχει ως περιεχόμενο την έννοια της Βασιλείας του Θεού, κάτι που παρουσιάζεται τόσο καινούργιο, που είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί από τους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Καθώς οι Παραβολές βρίσκονται στο κέντρο των «λόγων» του Ιησού, τα θαύματα, αποτελούν το κέντρο των «έργων» του. Τα θαύματα, όπως και οι παραβολές, πραγματοποιήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης και σε όλες τις περιοχές της Παλαιστίνης, από τη βόρεια Γαλιλαία ως τη νότια Ιουδαία.
Ο Ιησούς έκανε τα θαύματα όταν συναντούσε αδυναμία, αρρώστια, αναπηρία, πόνο, θάνατο. Για ανθρώπους που έπασχαν από αυτά ο Ι­ησούς νοιάστηκε και συμπαραστάθηκε θαυματουργικά. Στα Ευαγγέλια έχουμε διηγήσεις για περίπου 40 θαύ­ματα του. Θεράπευσε τυφλούς, κωφάλαλους, παράλυτους, επιληπτικούς, λεπρούς. Ελευθέρωσε ανθρώπους από δυνάμεις του κακού (δαιμονισμένους). Ξανάδωσε τη ζωή σε νεκρούς.
Με τρόπο παραστατικότερο από όσο στις παραβολές, το θαύμα έδειχνε κάποια ξεχωριστή αλήθεια της Βασιλείας του Θεού. Όλα ήταν σημάδια ("σημεία") που επέτρεπαν στους ανθρώπους να δουν πόσο αλλιώτικη θα είναι η ζωή σύμφωνα με το πνεύμα της. Με τα θαύματα ο Ιησούς απελευθέρωνε τους ανθρώπους όχι μόνο από τα βάσανα τους, αλλά και από απάνθρωπες αντιλήψεις σχετικές με αυτά. Σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις της εποχής κάθε αρρώστια και αναπηρία των ανθρώπων ήταν δίκαιη τιμωρία του Θεού για αμαρτίες δικές τους ή των γονιών τους. Έδιναν στους πάσχοντες στήριγμα ότι δεν είναι μόνοι, αλλά έχουν τον Θεό πλάι τους και βεβαίωναν ότι κάποτε όλα τα δεινά θα τελειώσουν και θα κυριαρχήσει μόνο η ζωή και το καλό.
Παρατηρούμε στις διηγήσεις ότι ο Ιησούς έκανε θαύματα σε ό­σους του έδειχναν εμπιστοσύνη, έστω και λίγη. Δεν έκανε θαύματα για εντυ­πωσιασμό και για να αποδείξει τη θεότητα του. Όλα τα έκανε για τους άλλους, κανένα για τον εαυτό του.
Ήθελε να δείξει στους ανθρώπους να καταλάβουν ότι ήταν ο αληθινός Μεσσίας, ο ελευθερωτής των ανθρώπων, ώστε να μπορούν όλοι να έχουν αληθινή ζωή.

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ

Το μήνυμα του Ιησού είχε μεγάλη επίδραση στους ακροατές του και πολλοί από αυτούς πίστεψαν ότι πράγματι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι απλά ήρθε να προετοιμάσει τον ερχομό του πραγματικού Μεσσία ενώ κάποιοι είπαν πως ήταν κάποιος παλιός προφήτης που ήρθε και πάλι στη γη για να διδάξει. Μια ομάδα Εβραίων θρησκευτικών ηγετών κατηγόρησε τον Ιησού επειδή τα Σάββατα, την ιερή ημέρα ανάπαυσης των Ιουδαίων, συνέχιζε την διδασκαλία του και έκανε θαύματα.
Κάποιοι από αυτούς δυσανασχετούσαν επειδή ο Ιησούς πλησίαζε με καλοσύνη ανθρώπους που θεωρούνταν ανάξιοι και ασεβείς. Μια μερίδα από τους Εβραίους ηγέτες ανησύχησε μήπως αυτός, που πολλοί νόμιζαν για Μεσσία, ξεκινήσει κάποια εξέγερση ενάντια στους Ρωμαίους και έτσι υπάρξει αναταραχή. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να θανατώσουν τον Ιησού και άρχισαν να ψάχνουν για οπαδούς του που θα ήταν πρόθυμοι να τον προδώσουν. Και βρήκαν τον μαθητή του Ιησού τον Ιούδα.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Μετά την ανάσταση του Λαζάρου ο Ιησούς θα πήγαινε στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό του Πάσχα. Ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους μαθητές του και του έφεραν ένα γαϊδουράκι για να μπει στην πόλη.
Ο δε λαός, ακούγοντας ότι ο Ιησούς έρχεται, πήραν αμέσως στα χέρια τους βάγια από φοίνικες και βγήκαν να τον υποδεχτούν. Και άλλοι μεν με τα ρούχα τους, άλλοι δε κόβοντας κλαδιά από τα δέντρα, έστρωναν το δρόμο απ’ όπου ο Ιησούς θα περνούσε. Και όλοι μαζί, ακόμα και τα μικρά παιδιά, φώναζαν: «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ».
Ο Χριστός εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα και οι Ισραηλίτες τον υποδέχονται με τιμές ως Βασιλιά. Εκείνος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις τιμές, δεν περιορίζεται στο πανηγύρι. Σε λίγες ημέρες θα μαρτυρήσει και θα θανατωθεί στο σταυρό, για να νικήσει το θάνατο και να χαρίσει τη ζωή.
Το βράδυ της Πέμπτης ο Ιησούς Χριστός μάζεψε τους αποστόλους μαζί για ένα τελευταίο γεύμα, που είναι γνωστό ως Μυστικός Δείπνος. Πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι βάζει νερό στο νιπτήρα και πλένει τα πόδια των μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να τους δείξει ότι δεν πρέπει να επιζητούν τα πρωτεία. Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλο. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία. Πήρε το ψωμί και το κρασί από το τραπέζι, προσευχήθηκε και σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα αποχαιρετισμού το μοίρασε στους αποστόλους του. Οι Χριστιανοί, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού έχουν καθιερώσει την λατρευτική τελετή της Θείας Ευχαριστίας.
Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά από το δείπνο, ο Ιησούς πήγε να προσευχηθεί μαζί με τους μαθητές του στο Όρος των Ελαιών, ένα λόφο στην ανατολική πλευρά της Ιερουσαλήμ, και στον κήπο της Γεσθημανής. Σε αυτόν τον κήπο ο μαθητής του, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, έφτασε ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρέτησε και φίλησε το δάσκαλό Του, Τον παρέδωσε.
Αυτοί τον οδήγησαν δέσμιο μπροστά στους Αρχιερείς των Ιουδαίων Άννα και Καϊάφα, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια σύντομη δίκη και τον καταδίκασαν σε θάνατο, επειδή τάχα βλασφήμησε. Οι μαθητές σκορπίστηκαν και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνήθηκε τον Ιησού ότι είναι μαθητής Του.
Οι νόμοι όριζαν πως για να πραγματοποιηθεί μια θανατική ποινή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον ρωμαϊκό κυβερνήτη της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Εκείνος, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους προσπάθησε να αθωώσει τον Ιησού καθώς δεν έβρισκε κάτι επιλήψιμο ενάντιά του. Μετά όμως από την απαίτηση του συγκεντρωμένου πλήθους, ο Πιλάτος καταδίκασε τον Ιησού σε θάνατο επάνω σε σταυρό.
Τον παρέδωσε στους στρατιώτες, οι οποίοι αφού τον μαστίγωσαν, έπειτα τον γύμνωσαν, του φόρεσαν κόκκινη χλαμύδα, τον στεφάνωσαν μ’ ένα ακάνθινο στεφάνι, και κατόπιν τον προσκυνούσαν χλευαστικά, τον έφτυναν και τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και τον περιέπαιζαν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια της νύχτας, ως το πρωί.
Μετά, του φόρεσαν πάλι τα ρούχα του, τον φόρτωσαν ένα Σταυρό, τον πήγαν στον Γολγοθά, ένα λόφο έξω από την πόλη, για να Τον σταυρώσουν. Εκεί ο Ιησούς σταυρώθηκε μεταξύ δύο ληστών και βλασφημήθηκε. Κάποιος από τους στρατιώτες τον πότισε με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ένατη ώρα, παρέδωσε το πνεύμα Του ο αμνός του Θεού.
Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος, δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθήλωσαν το πανάγιο σώμα του Κυρίου τους, το αρωμάτισαν, το τύλιξαν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, σφράγισαν την είσοδο του τάφου με μεγάλο λίθο.
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Οι γυναίκες οι οποίες παραβρέθηκαν στον ενταφιασμό του Κυρίου, δηλαδή η Μαρία η Μαγδαληνή, η Ιωάννα του Χουζά και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, όταν επέστρεψαν από το Γολγοθά στην πόλη, ετοίμασαν αρώματα και μύρα για να αλείψουν το σώμα του Ιησού. Και ενώ σκέπτονταν πως θα κυλήσουν τον λίθο από την είσοδο του τάφου ένας Άγγελος ανήγγειλε σ΄αυτές την Ανάσταση του Σωτήρα. Οι τρεις γυναίκες ανήγγειλαν την χαρμόσυνη είδηση στους μαθητές, στους οποίους ο Ιησούς εμφανίστηκε αρκετές φορές μετά την Ανάσταση.
Μετά το γεγονός αυτό της Ανάστασής του, πέρασε ακόμα 40 ημέρες στη γη και μετά Αναλήφθηκε, δηλαδή ανέβηκε προς τον ουρανό.
http://users.sch.gr/