Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες:Τα Αρκουδοχριστούγεννα!

Κάθε φθινόπωρο η αρκουδοοικογένεια των Μελένιων, ο μπαμπάς Μελένιος, η μαμά Μελένια, η μικρή Μελούλα και ο μικρούλης Μελής, ετοιμάζονται για τον μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο τους αλλά και για την μοναδική μέρα που θα ξυπνήσουν μέσα στον χειμώνα μέχρι να έρθει η Άνοιξη για να γιορτάσουν, τα Χριστούγεννα!
Πρέπει να ετοιμάσουν το σπίτι τους για να είναι ζεστό όλο το χειμώνα αλλά και το τραπέζι, τα γλυκά των Χριστουγέννων, να κρεμάσουν τις κάλτσες τους στο τζάκι για να είναι έτοιμες να υποδεχτούν τα δώρα, καθώς και να ετοιμάσουν από τώρα το Αϊ Βασιλιάτικο βάζο με το μέλι που θα προσφέρουν σαν δώρο στον Άγιο Βασίλη που θα είναι κουρασμένος αλλά και για να τον ευχαριστήσουν που θα τους ξυπνήσει για να χαρούν οικογενειακός την μεγάλη γιορτή!
Γέμισαν πολλά βαζάκια φέτος με μέλι, που είναι η αγαπημένη τους τροφή αλλά ξεχώρισαν το πιο εκλεκτό για να το βάλουν στο Αϊ Βασιλιάτικο βάζο!
Η μαμά Μελένια έφτιαξε υπέροχα μελομπισκότα, μελομακάρονα και μελωμένες δίπλες και τις στόλισε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Τα μικρά αρκουδάκια στόλισαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο και ο μπαμπάς Μελένιος μάζεψε πολλά ξύλα για το τζάκι γιατί ο χειμώνας ήταν ήδη εδώ και το χιόνι πολύ και η Άνοιξη πολύ πολύ μακριά ακόμα!
Μετά το τελευταίο δείπνο τους ο Μπαμπάς Μελένιος και η μαμά Μελένια είπαν ένα ωραίο παραμύθι στα μικρά αρκουδάκια, την Μελούλα και τον Μελή για το γέρο χειμώνα και την μικρή Άνοιξη που ξεχάστηκε και άργησε να έρθει και...!
Μόλις και μετά βίας τελείωσαν την αφήγηση της ιστορίας τους γιατί η νύστα βάραινε ήδη τα μάτια τους και η κούραση τα κορμιά τους! Έπεσαν γρήγορα στα ζεστά τους παπλώματα, ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον καληνύχτα , τσέκαραν για τελευταία φορά τη φωτιά στο τζάκι και κοιμήθηκαν!
Πέρασαν οι μέρες, οι εβδομάδες και ήρθε η πολυπόθητη βραδιά των Χριστουγέννων. Στο δάσος όλα τα ζώα ετοιμάζονταν για να υποδεχτούν τα Χριστούγεννα, μα πιο πολύ τα μικρά ζωάκια είχαν αγωνία για τα δώρα που θα τους έφερνε ο Άγιος Βασίλης, τα γλυκίσματα και τα παιχνίδια.
Έπεσαν νωρίς για ύπνο για να μπορέσουν ξεκούραστα το πρωί να παίξουν με τα καινούργια καλούδια!
Ο Άγιος Βασίλης, τυπικός στο ραντεβού του τα μεσάνυχτα, πέρασε από όλες τις φωλιές/ σπιτάκια και μοίρασε απλόχερα τα δώρα που το κάθε μικρό ζωάκι του δάσους είχε ευχηθεί.
Έτσι πέρασε και από το Αρκουδόσπιτο των Μελένιων και γέμισε με δώρα τις κάλτσες τους, έφαγε τα μελογλυκίσματα και πήρε μαζί το βάζο με το μέλι που του είχαν ετοιμάσει.
Δεν ξέχασε φεύγοντας να χτυπήσει με το ραβδί του την σκεπή από το σπιτάκι τους για να τους ξυπνήσει, όπως έκανε πάντα στα αρκουδόσπιτα του δάσους και χαρούμενος συνέχισε το ταξίδι του για να μοιράσει και τα υπόλοιπα δώρα στην οικουμένη!
Πρώτος ξύπνησε ο μπαμπάς Μελένιος και έτρεξε να κοιτάξει την φωτιά στο τζάκι και αφού πρόσθεσε μερικά κούτσουρα , ξύπνησε την μαμά Μελένια με ένα γλυκό φιλί.
Έπειτα οι δύο γονείς μαζί πήγαν στο δωμάτιο των μικρών, της Μελούλας και του Μελή. Τους ψιθύρισαν γλυκά στο αφτί την μαγική λέξη «Χριστούγεννα» και αμέσως τα μικρά αρκουδάκια άνοιξαν τα μάτια τους και τους πήραν μια μεγάλη αγκαλιά! Ευχήθηκαν χρόνια πολλά ο ένας στον άλλον και ρώτησαν αν μπορούσαν να δουν τώρα τα δώρα που τους έφερε ο Άγιος Βασίλης, φυσικά η απάντηση ήταν «ναι» και έτρεξαν αμέσως στις κάλτσες τους που κρέμονταν από το τζάκι και ήταν στα αλήθεια τόσο γεμάτες από δώρα και γλυκά που μετά βίας κρατιόντουσαν εκεί!
Χαρούμενη όλη η οικογένεια έκατσε στο γιορτινό τραπέζι για να φάνε σαν οικογένεια και είχανε μια τεράστια πείνα μετά από τόσο καιρό που κοιμόντουσαν!
Ξάφνου χτυπάει η πόρτα. Σάστισαν και κοιτάχτηκαν, δεν περίμεναν κανένα μέσα στην μέση του χειμώνα. Διάφορες σκέψεις πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό των γονέων αρκούδων οι περισσότερες κακές, μα κι αν κάποιος εκεί έξω ήθελε την βοήθειά τους;
Ο μπαμπάς Μελένιος αφού ρώτησε τρεις φορές ποιος ήταν έξω από την πόρτα του και δεν πήρε απάντηση αποφάσισε να ανοίξει έστω λίγο την πόρτα για να δει.
Έξω η νύχτα παγωμένη και σκοτεινή , ο αέρας φυσούσε δυνατά και μετά βίας κρατούσε την πόρτα αλλά πάλι δεν έβλεπε κάποιον ή κάτι!... αλλά για μια στιγμή... τι είναι αυτό που κείτεται εκεί; Δυο μικρά σκιουράκια κείτονταν στο πλάι ακούνητα και παγωμένα. Φώναξε την γυναίκα του γρήγορα να τον βοηθήσει να τα σηκώσει και να φέρει μέσα.
Τα έβαλαν στον καναπέ δίπλα στο φουντωμένο τζάκι για να ζεσταθούν τους έφτιαξαν και δυο κούπες γάλα ζεστό. Τα έτριβαν να ζεσταθούν για να σταματήσουν να τρέμουν ώστε να μπορέσουν να τα ρωτήσουν πώς τα λένε και πως βρέθηκαν έξω στο κρύο μια τέτοια άγρια νύχτα.
Μια ώρα αργότερα βρίσκει την οικογένεια Μελένιων και τα δύο αρκουδάκια που είχαν συνέλθει πια, να τρώνε στο οικογενειακό τραπέζι όλοι μαζί σαν να ήταν χρόνια φίλοι.
Όμως το κουβάρι της πικρής τους ιστορίας δεν είχε ακόμη ξετυλιχτεί! Είχαν αποκαλύψει μόνο τα ονόματά τους, Ντίκη και Μάγια και ότι ήταν αδελφάκια. Επίσης είπαν ότι χάθηκαν στο δάσος εκεί που έψαχναν τον μπαμπά τους. Ο μπαμπάς Μελένιος δεν ήθελε να τους ζορίσει άλλο μιας και κατάλαβε πως κάτι άλλο σοβαρό κρυβόταν, αλλά αυτό που προείχε τώρα ήταν να συνέλθουν και να βοηθήσει τους απρόσκλητους επισκέπτες του.
Τα μικρά αρκουδάκια έπαιξαν μαζί με τα δύο σκιουράκια και εκείνα ενώ στην αρχή ήταν διστακτικά και φοβόντουσαν μέσα σε λίγη ώρα ξεθάρρεψαν και έπαιζαν και γέλαγαν μαζί τους.
Η ώρα πέρασε και ήρθε η ώρα του ύπνου. Βολεύτηκαν αμέσως στο κρεβατάκι του Μελή και ο Μελής μαζί με την Μελούλα στο δικό της, καληνυχτήθηκαν και ευχαρίστησαν ξανά την οικογένεια για την φιλοξενία και αποκοιμήθηκαν.
Ο μπαμπάς Μελένιος με την μαμά Μελένια δεν μπορούσαν να κοιμηθούν, σκέφτονταν τι ακριβώς να έγινε εκείνη την νύχτα έξω στο δάσος, και που να ήταν αυτός ο πατέρας σκίουρος τώρα και πως κάτι δεν κόλλαγε στην ιστορία που τους διηγήθηκαν τα δύο σκιουράκια και… Σκέφτηκαν ότι το πρωί θα έπρεπε να τους αποσπάσουν την αλήθεια αλλά με τρόπο!
Το πρωί σηκώθηκε η μαμά Μελένια για να τους ετοιμάσει το πρωινό αλλά επειδή ήταν αρκετά ακόμα νυσταγμένη ζήτησε και την βοήθεια του μπαμπά Μελένιου. Βλέπετε τώρα είχαν και δύο ακόμη στόματα να περιποιηθούν!
Μόλις όμως έφτασαν στην τραπεζαρία, τι να δουν;
Το μεγάλο τους τραπέζι στολισμένο και τα πιάτα τους γεμάτα μελένιες λιχουδιές που μοσχοβολούσαν και ζεστό μυρωδάτο τσάι τους περίμενε. Δευτερόλεπτα μετά άρχισαν να αναρωτιούνται ποιος να τα ετοίμασε όλα αυτά αφού τα αρκουδάκια κοιμόντουσαν το ίδιο και τα σκιουράκια, ή όχι;
Τότε έφτασαν τα δύο σκιουράκια με το τελευταίο πιάτο στο χέρι, το δικό τους ο καθένας.
Τους είπαν ότι ήθελαν να τους κάνουν έκπληξη και με αυτόν τον τρόπο να τους ευχαριστήσουν για τη τόσο ζεστή του φιλοξενία. Οι γονείς αρκούδοι όμως τα μάλωσαν γιατί τα παιδιά δεν κάνει να εργάζονται και αυτή δεν ήταν δουλειά τους και τότε αποκαλύφτηκε η μισή κρυφή αλήθεια.
Τα σκιουράκια εκεί που έμεναν με την μητριά τους πάντα κάνανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, κρυφά όμως από τον μπαμπά τους που όμως στα αλήθεια δεν ήξερε τίποτα και νόμιζε ότι πήγαιναν στο σχολείο και διάβαζαν τα μαθήματά τους.
Φοβερό, σκέφτηκαν οι γονείς αρκούδοι και απαράδεκτο να εκμεταλλεύεται μια μάνα τα παιδιά της, ας είναι και μητριά!
Η μαμά Μελένια δεν ήθελε να τρομάζει με παρατηρήσεις τα μικρά σκιουράκια και άλλαξε κουβέντα τώρα που ήρθαν και τα μικρά αρκουδάκια για να φάνε το πρωινό τους. Θα το συνεχίσουμε αργότερα παιδιά είπε και έκατσαν να απολαύσουν τα μοσχομυριστά εδέσματα των μικρών τους φίλων.
Το «αργότερα» έφτασε μαζί με την ώρα να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια και τα σκιουράκια αναγκαστικά τους αφηγήθηκαν όλη την αλήθεια της φυγής τους.
Έφυγαν από το σπίτι τους γιατί η μητριά τους ήταν πολύ κακιά μαζί τους, τα έβαζε να κάνουν όλες τις δουλειές μόλις ο πατέρας του έφευγε για να φέρει το φαγητό και έλειπε πολλές μέρες κάθε φορά και έτσι η μητριά τους τα εκβίαζε ότι θα τα πετάξει έξω στο κρύο για τιμωρία άμα δεν κάνουν ότι θέλει αυτή!
Ούτε στο σχολείο δεν τα άφηνε να πάνε , ούτε να παίξουν αλλά ούτε και να φάνε δεν τους άφηνε μόνο λίγα ψίχουλα και νερό για να μη πεθάνουν!
Έτσι τα σκιουράκια δεν άντεξαν και έφυγαν για να πάνε να βρούνε τον μπαμπά τους να τα προστατέψει από αυτή την κακιά σκιουρίνα που τους βρήκε για μαμά. Όμως έπιασε μεγάλη χιονοθύελλα και χάθηκαν τα σκιουράκια και μόλις είδαν το φως στο σπίτι των Μελένιων αν και φοβόντουσαν πολύ, χτύπησαν την πόρτα για βοήθεια.
Ο μπαμπάς Μελένιος αφού έμεινε για λίγη ώρα σιωπηλός είπε στα σκιουράκια ότι θα τα βοηθήσει να βρουν τον μπαμπά τους αλλά σήμερα γιατί τα αρκουδάκια έπρεπε να ξαναπέσουν στο βαρύ χειμωνιάτικο ύπνο τους , βλέπεται ήταν ακόμη χειμώνας.
Έτσι αφού έντυσαν τα σκιουράκια με χοντρά ρούχα τα πήρε αγκαλιά ο μπαμπάς Μελένιος και βγήκαν έξω στο κατάλευκο από τα χιόνια δάσος να ψάξουν να βρουν το καταφύγιο του μπαμπά σκίουρου.
Δεν άργησαν να το βρουν, και χτυπάνε την πόρτα και η καρδούλα των δύο σκίουρων πάει να σπάσει από την αγωνία και την λαχτάρα μέχρι που ανοίγει δειλά δειλά η πόρτα και ο μπαμπάς σκίουρος έκπληκτος αντικρίζει τα δύο παιδιά του. Αφού σφιχταγκαλιάστηκαν ο μπαμπάς αρκούδος αναλαμβάνει να πει όλη την αλήθεια στο μπαμπά σκίουρο για τα μαρτύρια των μικρών στα χέρια της μητριάς σκιουρίνας.
Έκπληκτος ο μπαμπάς σκίουρος ξαναγκαλιάζει τα παιδιά του και κλαίγοντας τους υπόσχεται να διώξει την κακιά μητριά από το σπίτι και να μείνουν όλοι μαζί ευτυχισμένοι.
Το ίδιο βράδυ ξαναβρίσκει τώρα την οικογένεια των Μελένιων στο τελευταίο τους χειμωνιάτικο δείπνο να συζητάνε με τα παιδιά τους την αξία της οικογένειας και της αγάπης μέσα από την ιστορία του Ντίκη και της αδελφής του Μάγια!
Την ώρα που καληνυχτήθηκαν ο μικρός Μελής φωνάζει δυνατά:

«Μαμά, Μπαμπά ,τώρα στα αλήθεια νιώθω πιο μεγάλος,
έμαθα τι πάει να πει οικογένεια και αγάπη!
είμαι πολύ τυχερός που σας έχω για γονείς!
Σας αγαπώ
Καληνύχτα»

Όμως ο μικρός Μελής δεν έμαθε μόνο τι πάει να πει αγάπη και οικογένεια, έμαθε και για τον σεβασμό που πρέπει να έχουνε αναμεταξύ τους τα μέλη μιας οικογένειας και αργότερα όταν θα μεγαλώσει θα αγαπά και θα σέβεται όλα τα πλάσματα του Θεού και αυτά εκείνον!